ἄγγαρος
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
ὁ, in Persia,
A mounted courier, for carrying royal dispatches, Hdt.3.126, X.Cyr.8.6.17, Theopomp. Hist. 106, etc. 2 term of abuse ( = φορτηγός), ἄ. ὄλεθρος Men. 2 D., cf. Lib. Or.1.129. II as Adj., ἄ. πῦρ the courier flame, of beacon fires, A.Ag. 282; ἄ. ἡμίονοι posting-mules, Lib. Or.18.143. (Assyr. agarru, 'hired labourer'.)
German (Pape)
[Seite 10] ὁ (pers. W.), reitende Boten, welche stationsweise durch ganz Persien standen, um königliche Botschaften zu befördern, erster Anfang einer Posteinrichtung, s. Her. 8, 98; Xen. Cyr. 8, 6, 17; Suid. οἱ ἐκ διαδοχῆς γραμματοφόροι. Daher Aesch. ἄγγαρον πῦρ (von Warte zu Warte fortgepflanztes) Signalfeuer, Ag. 273.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγγᾰρος: ὁ, Περσικὴ λέξις, = ἔφιππος ταχυδρόμος· τοιοῦτοι δὲ ἦσαν ἔτοιμοι εἰς ὡρισμένους σταθμοὺς καθ’ ὅλην τὴν Περσίαν (ἔχοντες ἐξουσίαν νὰ ἐπιβάλλωσιν ἀναγκαστικὴν ἐργασίαν), ἵνα κομίζωσι τὰς βασιλικὰς παραγγελίας, «οἱ ἐκ διαδοχῆς γραμματοφόροι», Σουΐδ. ἐν λ., πρβλ. ἀγγαρήϊος ΙΙ., καὶ ἴδ. Ξεν. Κυρ. 8. 6, 17. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 282, ἄγγαρον πῦρ = τὸ πῦρ τὸ χρησιμεῦσαν πρὸς μεταβίβασιν τῆς ἀγγελίας περὶ ἁλώσεως τῆς Τροίας· πρβλ. πομπός, ἐν τέλει.
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
courrier persan, requis par corvée de relais en relais pour le service du roi.
Étymologie: mot persan.
2ος, ον :
disposé par relais ; ἄγγαρον πῦρ ESCHL signaux de feu de distance en distance.
Étymologie: ἄγγαρος.
Spanish (DGE)
(ἄγγᾱρος) -ου, ὁ I 1correo, mensajero real en Persia, Pl.Com.239, Theopomp.Hist.109, Phot.α 93.
2 porteador Hsch., Phot.α 94, Sud., Fr.Lex.III
•fig. usado como insulto bruto, hombre de mala vida ὁ ἀκρατής, ἄγγαρος, ὄλεθρος Men.Fr.164, βάρβαρος, ἄγγαρος Men.Fr.312, Phot.α 93.
II como adj. de correo, postal, mensajero ἄ. πῦρ fuego mensajero de las hogueras que se encendieron sucesivamente para transmitir la caída de Troya, A.A.282, ἄ. ἡμίονοι mulas de posta Lib.Or.18.143.
• Etimología: Se ha interpr. como prést. del iran., donde a su vez sería prést. de una lengua prob. sem., y se ha pensado en un origen semejante para ἄγγελος; pero tb. puede ser un neologismo a partir de ἀγγαρήϊον (q.u.), por influencia de ἄγγελος.
Greek Monotonic
ἄγγᾰρος: ὁ, Περσ. λέξη ·
I. έφιππος ταχυδρόμος· ήταν έτοιμοι σε ορισμένους σταθμούς σε όλη τη γεωγραφική έκταση της Περσίας για να μεταφέρουν τα βασιλικά διατάγματα ή παραγγελίες· πρβλ. ἀγγαρήιος, και βλ. σε Ξεν., Κύρ. 8. 6,17.
II. ως επίθ., ἄγγαρον πῦρ, η φλόγα του αγγελιαφόρου που χρησιμοποιούνταν για τη μετάδοση μηνύματος (για την άλωσης της Τροίας), σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἄγγᾰρος: I ὁ перс. царский почтовый гонец (в древней Персии).
II 2 почтовый, сигнальный (πῦρ Aesch.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.; rarely also adjectively, e. g. ἄγγαρον πῦρ signal fire (A. Ag. 282).
Meaning: Persian mounted courier (X.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]
Etymology: Of Persian origin? Exact source unknown. Not to Akkad. agru hired man, s. Eilers, IIJ 5 (1962) 225; Happ Gl. 40 (1962) 201. On the subject Rostowzew Klio 6, 249ff., Schmitt Glotta 40 (1971) 97-100.
Middle Liddell
I. Persian word, a mounted courier, such as were kept ready at regular stages throughout Persia for carrying the royal despatches; cf. ἀγγαρήϊος, and v. Xen. Cyr. 8. 6, 17.
II. as adj., ἄγγαρον πῦρ the courier flame, said of beacon fires used for telegraphing, Aesch.