στίχος

From LSJ
Revision as of 01:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στίχος Medium diacritics: στίχος Low diacritics: στίχος Capitals: ΣΤΙΧΟΣ
Transliteration A: stíchos Transliteration B: stichos Transliteration C: stichos Beta Code: sti/xos

English (LSJ)

[ῐ], ὁ,

   A row or file of soldiers, X.Lac.11.5,8, Eq.Mag.3.9, v.l. for στοιχ- in Cyr.8.3.9; of trees, Id.Oec.4.21, PFay.111.24 (i A.D.); of numbers, Pl.Phd.104b; of the cells in a honey-comb, Arist.HA624a11; course of masonry, SIG247 ii 72 (Delph., iv B.C.).    2 old name for λόχος, Ascl.Tact.2.2, cf. Ael.Tact.5.2, Arr.Tact.6.1.    II line of poetry, verse, Ar.Ra.1239, Arr.Epict. 2.23.42, BGU1026xxii 18 (iv A.D.), etc.; ἡρωϊκοὶ σ. Pl.Lg.959a; τὸν βίον ἔθηκας εἰς στίχον, i.e. have described life in one line, Nicostr. Com.28; but used of a couplet, BMus.Inscr.1074 (Coptos); defined by Heph.Poëm.1, cf. Sch.Heph.p.262 C.    b line of prose, of about the same length as the average hexameter verse, viz., about 15 or 16 syllables, used in reckoning the compass of a passage or work, D.H.Th.10,13,19,33, Gal.2.227, 5.656 (cf. 655), 10.781, 15.9, al., Anon. in Tht.3.32, Ath.13.585b, Men.Rh.p.434 S., PLond. in Zentralblatt für Bibliothekswesen Beiheft 61.88 (iii A.D.), PFlor.371.19, 23 (iv A.D.), Simp.in Cat.18.20; rarely used in citations, κατὰ τοὺς διακοσίους σ. D.L.7.33, cf. 187,188; ὡς πρὸ σ' στίχων τοῦ τέλους Sch. Orib.4p.532, cf. p.534, al.    2 chapter of a book, Zos.Alch. p.213B.    III ἐκτὸς τοῦ σ.,= Lat. extra ordinem, OGI441.64 (Lagina, i B.C.).    IV Philos.,= συστοιχία 11, series, order, Plot.5.3.14 (v.l. στοῖχος); causal chain, Id.6.7.6 (στοῖχος Volkmann).

German (Pape)

[Seite 944] ὁ, eine Reihe, Ordnung, ein Glied, bes. der Krreger; τάξαι νεῶν στῖφος μὲν ἐν στίχοις τρισίν, Aesch. Pers. 358; δένδρων, Xen. Oec. 4, 21 u. sonst; ἀριθμοῦ, Plat. Phaed. 104 b; der Vers, μὴ πλείω τεε ιάρων ἡρωϊκῶν στίχων, Legg. XII, 958 e. – Vgl. στίξ u. στοῖχος.

Greek (Liddell-Scott)

στίχος: [ῐ], ὁ, (√ΣΤΙΧ, στείχω) σειρὰ ἢ γραμμὴ στρατιωτῶν, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 9, κτλ.· δένδρων, ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 4, 21 ἀριθμῶν, Πλάτ. Φαίδων 104Β· τῶν κυψελίδων ἐν τῇ κηρήθρᾳ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 9· πρβλ. *στίξ, στοῖχος. ΙΙ γραμμὴ ποιήματος, «στίχος», Ἀριστοφ. Βάτρ. 1239· στ. ἡρωικὸς Πλάτ. Νόμ. 958Ε· τὸν βίον ἔθηκας εἰς στίχον, δηλ. περιέγραψας τὸν βίον ἐν ἑνὶ μόνῳ στίχῳ, Νικόστρ. ἐν Ἀδήλ. 2· - γραμμὴ πεζοῦ συγγράμματος, «ἀράδα», Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 19.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 rangée, ligne;
2 ligne d’écriture ; vers.
Étymologie: R. Στιχ, aligner ; v. στείχω.

English (Slater)

στῐχος (heterocl. pl., στίχες.)
   1 rank κραιπνότεραι ἢ βαρυγδούπων ἀνέμων στίχες (P. 4.210) ἦ ῥα Μηδείας ἐπέων στίχες the ranked words (P. 4.57) lit., of fighting men, παῦροι δὲ βουλεῦσαι φόνου παρποδίου νεφέλαν τρέψαι ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί (N. 9.38)

Spanish

verso

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και στεῑχος Μ
1. σειρά ή γραμμή προσώπων ή ομοειδών πραγμάτων, ο στοίχος (α. «καλά κι επόνεσε πολλώ ο στίχος πώς αλλάζει», Ερωτόκρ.
β. «στίχοι τών δένδρων», Ξεν.
γ. « ἔτερος στίχος τοῡ ἀριθμού», Πλάτ.)
2. η με ορισμένο ρυθμό ή μέτρο αυτοτελής γραμμή ποιήματος ή και η ίδια η μετρική σύνθεση ή η ποιητική τεχνική ενός συγκεκριμένου ποιήματος (α. «στροφή δέκα στίχων» β. «δεκαπεντασύλλαβος στίχος» γ. «εξάμετρος στίχος» δ. «ιαμβικός στίχος» ε. «ηρωικοὶ στίχοι», Πλάτ.
στ. «τὸν βίον ἔθηκας εἰς στίχον» — περιέγραψες τον βίο σε έναν μόνο στίχο, Νικόστρ.)
3. η ποίηση, ιδίως όταν δηλώνει μια μετρική σύνθεση
4. καθένα από τα μικρότερα τμήματα στα οποία χωρίζονται τα κεφάλαια της βίβλου
5. σειρά, γραμμή, αράδα πεζού κειμένου
μσν.-αρχ.
όρος έγγραφου συμφωνητικού («λαβεῑν μὴ μόνον τὰ πάκτα αὐτοῡ, ἀλλὰ καὶ ἕτερον στίχον ὑπὲρ τοῡ ἐλθεῑν αὐτὸν ἕως τοῡ τείχους», Πασχ. Χρον.)
αρχ.
1. η σειρά τών δόμων στην τοιχοποιία
2. σειρά ή γραμμή στρατιωτών, λόχος
3. στροφή ποιήματος
4. η σειρά τών κυψελίδων στην κηρήθρα
5. ειδικός φόροςὑπέρ χρυσικῶν δημοσίων καὶ διαφόρων στίχων», πάπ.)
6. (φιλοσ.) α) (στους νεοπλατωνικούς) τάξη
β) (στους πυθαγορείους) κανονική αλληλουχία
7. φρ. «ἐκτὸς τοῡ στίχου» — έξω από το κανονικό, όχι όπως συνηθίζεται επιγρ..
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα στιχ- του ρ. στείχω «βαδίζω, προχωρώ» (βλ. και λ. στείχω)].

Greek Monotonic

στίχος: [ῐ], ὁ (στείχω),
I. παράταξη ή φάλαγγα στρατιωτών, σε Ξεν.
II. αράδα ποιήματος, στίχος, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στίχος -ου, ὁ [~ στείχω] rij, linie, gelid. vers(regel):. ἡρωϊκοὶ στίχοι heroïsche (d.w.z. epische) verzen (in de dactylische hexameter) Plat. Lg. 959a.

Russian (Dvoretsky)

στίχος: (ῐ) ὁ
1) ряд, линия (τῶν δορυφόρων, δένδρων Xen.): ὁ σ. τοῦ ἀριθμοῦ Plat. числовой ряд или число;
2) стихотворная строка, стих Arph.: τέτταρες ἡρωϊκοὶ στίχοι Plat. четыре героических стиха, т. е. гексаметрическое четверостишие.

Frisk Etymological English

See also: s. στείχω.

Middle Liddell

στί˘χος, ὁ, στείχω
I. a row or file of soldiers, Xen.
II. a line of poetry, a verse, Ar.