Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βαρύθυμος

From LSJ
Revision as of 11:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρύθῡμος Medium diacritics: βαρύθυμος Low diacritics: βαρύθυμος Capitals: ΒΑΡΥΘΥΜΟΣ
Transliteration A: barýthymos Transliteration B: barythymos Transliteration C: varythymos Beta Code: baru/qumos

English (LSJ)

ον,

   A heavy in spirit: indignant, sullen, ὀργή E.Med.176, cf. Call.Cer.81, etc.; opp. ὀξύθυμος, Plu.2.13e: Sup., Phld.Ir.p.64 W. Adv. -μως, ἔχειν Alciphr. 2.3; rejected by Poll.3.99.

German (Pape)

[Seite 434] mißmüthig, sowohl niedergeschlagen, traurig, als zornig; ὀργή Eur. Med. 176; Call. Del. 215; H. h. Cer. 81; in Prosa, Plut. Alex. 9 u. öfter. – Adv. βαρυθύμως, Alciphr. 2, 3. ·

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύθῡμος: -ον, ὁ βεβαρημένος τὴν ψυχὴν, ἠγανακτημένος, κατηφής, Εὐρ. Μηδ. 176, Καλλ. εἰς Δήμ. 81, κτλ.-Ἐπίρρ. -μως Ἀλκίφρ. 2. 3. ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ τοῦ Πολυδ. 3. 99.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
irrité, mécontent.
Étymologie: βαρύς, θυμός.

Spanish (DGE)

(βᾰρύθῡμος) -ον

• Prosodia: [-ρῠ-]
I 1severo, implacable de la cólera ὀργὴ β. cólera que abruma el corazón E.Med.176, de la audacia θράσος βαρύθυμον LXX 3Ma.6.20
de pers. enfadado, colérico νύμφα Διὸς βαρύθυμε ¡oh irritada esposa de Zeus! Call.Del.215, φύσει εἶναι β. ser colérico por naturaleza Charito 2.7.2, δύσζηλος καὶ β. γυνή mujer irascible y colérica Plu.Alex.9, μᾶλλον γὰρ ... ὀξύθυμον εἶναι δεῖ τὸν πατέρα ἢ βαρύθυμον conviene más que el padre sea de genio irritable que severo Plu.2.13d, φύσει β. εἶναι (Παρύσατις) Plu.Art.6, cf. compar., Phld.Ir.30.34, de anim. βαρύθυμον ... τὸ ζῳόν ἐστι (ὀνοκένταυρα) Ael.NA 17.9.
2 apenado, abatido γυνά Call.Cer.80
neutr. subst. τὸ βαρύθυμον melancolía, dolor, IEphesos 11A.30 (II d.C.), Poll.3.99.
II adv. -ως abatidamente ἔχειν β. Alciphr.4.18.14, Poll.3.99.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM βαρύθυμος, -ον)
αυτός που δεν αλλάζει εύκολα διάθεση
νεοελλ.
1. σκυθρωπός, περίλυπος
2. οργισμένος.

Greek Monotonic

βᾰρύθῡμος: -ον, κατηφής, σκυθρωπός, άκεφος, αγανακτισμένος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

βαρύθῡμος:
1) раздраженный, негодующий, гневный Eur., Plut.;
2) раздражительный, угрюмый (φύσει Plut.).

Middle Liddell


heavy in spirit: indignant, sullen, Eur.