θεοσεβής
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
English (LSJ)
ές,
A fearing God, religious, Hdt.1.86, 2.37, S.OC260 (Sup.), Pl.Cra. 394d, al.; θ. μέλος Ar.Av.897 (lyr.); τὸ θεοσεβές Pl.Epin.977e. Adv. -βῶς X.Cyr.3.3.58.
German (Pape)
[Seite 1198] ές, Gott verehrend, gottesfürchtig; Soph. O. C. 261; Eur. Alc. 604; μέλος Ar. Av. 897; Her. 1, 86; Plat. Crat. 394 d u. s. w.; τὸ θεοσεβές = θεοσέβεια, Plat. Epin. 977 e. – Adv. θεοσεβῶς, Xen. Cyr. 3, 3, 58.
Greek (Liddell-Scott)
θεοσεβής: -ές, σεβόμενος τὸν θεόν, εὐσεβής, θρῆσκος, Ἡρόδ. 1. 86., 2. 37· τὰς Ἀθήνας φασὶ θεοσεβεστάτας εἶναι Σοφ. Ο. Κ. 260· ὅταν ἐξ ἀνδρὸς ἀγαθοῦ καὶ θεοσεβοῦς ἀσεβὴς γένηται Πλάτ. Κρατ. 394D, κ. ἀλλ.· θ. μέλος Ἀριστοφ. Ὄρν. 897· τὰ θεοσεβῆ = θεοσέβεια, Πλάτ. Ἐπιν. 977Ε.-Ἐπίρρ. -βῶς, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 58.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui honore la divinité, religieux ; τὸ θεοσεβές la piété;
Sp. θεοσεβέστατος.
Étymologie: θεός, σέβω.
English (Strong)
from θεός and σέβομαι; reverent of God, i.e. pious: worshipper of God.
English (Thayer)
θεοσεβες (Θεός and σέβομαι), worshipping God, pious: Sept.; Sophocles, Euripides, Aristophanes, Xenophon, Plato, others; (cf. Trench, § xlviii.).)
Greek Monolingual
-ές (AM θεοσεβής, -ές)
1. αυτός που σέβεται τον θεό ή τους θεούς
2. το ουδ. ως ουσ. το θεοσεβές
η ευσέβεια
νεοελλ.
(υπερθ.) θεοσεβέστατος
τίτλος προσφώνησης αρχιμανδριτών.
επίρρ...
θεοσεβώς (Α θεοσεβῶς)
κατά τρόπο θεοσεβή, ευσεβώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -σεβής (< σέβας < σέβομαι), πρβλ. α-σεβής, ευ-σεβής].
Greek Monotonic
θεοσεβής: -ές (σέβω), αυτός που σέβεται το θεό, ευσεβής, σε Ηρόδ., Σοφ., κ.λπ. επίρρ. -βῶς, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
θεοσεβής:
1) богобоязненный, благочестивый (Ἀθῆναι Soph.; ἀνήρ Plat.; Ῥωμύλος Plut.);
2) священный (μέλος Arph.).
Middle Liddell
θεο-σεβής, ές σέβω
fearing God, religious, Hdt., Soph., etc. adv. -βῶς, Xen.