λάκκα

From LSJ
Revision as of 14:18, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source

Greek Monolingual

(I)
η
1. λάκκος, λακκούβα, μικρή κοιλότητα, κυρίως στο έδαφος
2. ανοιχτό μέρος μέσα σε δάσος, ξέφωτο
3. άδενδρος τόπος γύρω από δασώδεις εκτάσεις, ξάνοιγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λακκί + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. μαντρί: μάντρα)].
(II)
και λάκα, η (Μ λάκα)
κολλώδες, ρητινώδες έκκριμα από το οποίο λαμβάνεται η γόμμα-λάκα
νεοελλ.
1. χρωστική που λαμβάνεται με τη σταθεροποίηση ενός ευδιάλυτου οργανικού χρώματος, φυσικού ή συνθετικού, πάνω σε ένα εν γένει ανόργανο υπόστρωμα που είναι ένωση ενός μετάλλου
2. χρώμα τελικής επίστρωσης ή βερνίκι που δημιουργεί λεπτό, σκληρό, ανθεκτικό και λείο υμένιο, παρόμοιο με εκείνο που δημιουργεί η κομμεορητίνη λάκκα
3. κομμεορητίνη που λαμβάνεται από δένδρα της Άπω Ανατολής και χρησιμοποιείται στη διακόσμηση αντικειμένων
4. η λακ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λατ. lacca < αραβ. lakk].