μορφόω

From LSJ
Revision as of 04:00, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μορφόω Medium diacritics: μορφόω Low diacritics: μορφόω Capitals: ΜΟΡΦΟΩ
Transliteration A: morphóō Transliteration B: morphoō Transliteration C: morfoo Beta Code: morfo/w

English (LSJ)

   A give shape or form to, γυναικῶν σώματα μορφώσαντες καὶ ὁπλίσαντες ὡς ἐς ἄνδρας μάλιστα Aen.Tact.40.4, cf. Arat.375:—Pass., receive shape or form, Thphr.CP5.6.7, Plu.2.1013c, etc.; ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστὸς ἐν ὑμῖν Ep.Gal.4.19.

German (Pape)

[Seite 209] gestalten, bilden, abbilden, Sp., wie N. T.; θεόν, Poll. 1, 13.

Greek (Liddell-Scott)

μορφόω: μορφώνω, δίδω μορφὴν ἢ σχῆμα εἴς τι, Ἄρατ. 374, Ἀνθ. Π. 1. 50, Κλήμ. Ἀλ. 760 σχεδιάζω, εἰκονίζω, Ἀνθ. Π. 1. 33. - Παθ., λαμβάνω μορφὴν ἢ σχῆμα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 6, 7, Πλούτ. 2. 1013C, κτλ.· ΙΙ. μετὰ διπλῆς αἰτ., σποδιήν... ἄνδρα μ., σχηματίζειν αὐτὴν εἰς..., Χρησμ. Σιβ. 4. 177.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
donner une forme à, figurer, représenter, acc. ; Pass. prendre une forme.
Étymologie: μορφή.

English (Strong)

from the same as μορφή; to fashion (figuratively): form.

English (Thayer)

μόρφω: 1aor passive subjunctive 3rd person singular μορφωθῇ; (cf. μορφή, at the beginning); to form: in figurative discourse ἄχρις (T Tr WH μέχρις, which see 1a.) οὗ μορφωθῇ Χριστός ἐν ὑμῖν, i. e. literally, until a mind and life in complete harmony with the mind and life of Christ shall have been formed in you, Aratus, phaen. 375; Anth. 1,33, 1; the Sept. μεταμορφόω, συμμορφόω.)

Greek Monotonic

μορφόω: (μορφή), μέλ. -ώσω, δίνω μορφή ή σχήμα σε κάτι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μορφόω:
1) придавать форму, формировать, создавать (δέμας Anth.);
2) изображать, ваять (τὸν ἀσώματον Anth.); pass. формироваться, создаваться (ἔν τινι NT).

Middle Liddell

μορφόω, fut. -ώσω [μορφη]
to give form or shape to, Anth.