ἀηδία
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
English (LSJ)
ἡ,
A nauseousness, of drugs, Hp.Acut.23. 2 unpleasantness, opp. ἡδονή, Phld.Rh.1.163 S.: pl., Id.Oec.p.64J. II mostly of persons, unpleasantness, odiousness, D.21.153, Aeschin.3.72, Thphr.Char.20.1; τὴν σὴν ἀ. your odious presence, Aeschin.3.164. 2 disgust, dislike, Pl.Phdr.240d, Lg.802d, etc.: pl., ἀ. καὶ βαρύτητες τῶν ἄλλων Isoc.12.31.
Greek (Liddell-Scott)
ἀηδία: ἡ, ἀηδία, ναυτία, σικχασία, ἐπὶ φαρμάκων, Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 387. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐπὶ προσώπων, τὸ εἶναι δυσάρεστον, ἀπεχθῆ, Δημ. 564. 12. Αἰσχίν. 64. 3. Θεοφρ. Χαρακ. 20· τὴν σὴν ἀ., τὴν μισητήν σου παρουσίαν, Αἰσχίν. 77. 12. 2) τὸ μὴ εἶναί τινα εὐχαριστημένον, ἀηδία, δυσαρέσκεια, Πλάτ. Φαῖδρ. 240D. Νόμ. 802D. κτλ.: ― πληθ. ἀ. καὶ βαρύτητες, τῶν ἄλλων, Ἰσοκρ. 239Β.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 caractère désagréable, odieux;
2 aversion.
Étymologie: ἀηδής.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Acut.23
• Grafía: graf. -εια UPZ 72.8 (II a.C.), PMasp.153.12 (VI d.C.)
I 1sent. fís. mal gusto, gusto repugnante Hp.l.c., ἀηδία (τῆς ὀσμῆς) mal olor Lollian.p.340
•fealdad, deformidad ἡ ἀπὸ τῆς κακώσεως τῶν σωμάτων ἀ. I.BI 7.138.
2 gener. disgusto, desagrado, molestia ἠδοναί ... τίκτουσιν ἀηδίας Democr.B 71, ἡδονὴ ἢ ἀηδία Pl.Lg.802d, cf. Phdr.240d, op. ἀπόλαυσις D.C.52.11.3, ἀ. τις πραγμάτων un fastidio de asuntos Men.Sam.99, cf. 434, Dysc.435, UPZ 72.8 (II a.C.), frec. en plu. ἀηδίαι καὶ βαρύτητες Isoc.12.31, πολλὰς ἀηδίας παρέχειν Plb.5.50.8, cf. Luc.Merc.Cond.33, ἀηδίας λέγειν decir impertinencias, Com.Adesp.1018.20.
II de pers.
1 antipatía, aversión, enemistad πρὸς αὑτὸν ἀηδίαν ἐνεορακώς D.19.193, ἄλογον ἀηδίαν συνίστασθαι PLond.342.6 (II d.C.), cf. Aristo Phil.13.5.4
•mal trato ἄλογόν μοι ἀηδίαν συνεστήσατο BGU 22.14, cf. 19 (II d.C.)
•ἀ. τις σκληρωτάτη aversión insuperable como motivo de divorcio PMasp.l.c.
2 impertinencia, antipatía, carácter molesto ἀ. τοῦ λέγοντος Aeschin.3.72, cf. 164, ἔστι δὲ ἡ ἀ. ... ἔντευξις λύπης ποιητικὴ ἄνευ βλάβης la antipatía es un cierto trato que sin hacer daño causa molestias Thphr.Char.20.1, μὴ ἀηδίαν déjate de groserías, Mim.Fr.Pap.Charit.72.
English (Abbott-Smith)
ἀηδία, -ας, ἡ (< ἀ- neg., ἦδος, pleasure), [in LXX: Pr 2329 (שִׂיחַ)* ;]
1.of things or persons, unpleasantness, odiousness (Hipp., Dem., al.);
2.dislike (Plat.), disagreement (MM, VGT, s.v.): Lk 23:12 D. †
Greek Monotonic
ἀηδία: ἡ (ἀηδής),
I. δυσαρέσκεια, αηδία, ναυτία, σιχασιά, λέγεται για φάρμακα, σε Ιππ.
II. επίσης λέγεται για πρόσωπα, αυτά που είναι δυσάρεστα, απεχθή, σε Δημ. κ.λπ.
2. δυσαρέσκεια, αηδία, αντιπάθεια, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀηδία: ἡ тж. pl.
1) неприятные свойства, тягостность, невыносимость (ἡδονὴ καὶ ἀ. Plat.): ἀποκναίει ἀηδία ταῦτα λέγων Dem. он надоедает этими речами; αἱ τῶν ἄλλων ἀηδίαι Isocr. неласковое обращение (со стороны) других;
2) неприятное чувство, отвращение Plat., Dem.
Middle Liddell
ἀηδής
I. unpleasantness, nauseousness, of drugs, Hipp.
II. of persons, odiousness, Dem., etc.
2. a being ill-pleased, disgust, dislike, Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀηδία -ας, ἡ, Ion. -ίη ἀηδής
1. onaangenaamheid, weerzinwekkendheid.
2. weerzin, afschuw.