ἀνατροπή
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
English (LSJ)
ἡ,
A capsizing, [τοῦ πλοίου] Arist.Metaph.1013b14. 2 overthrow, ruin, ἀνατροπαὶ δωμάτων, οἴκων, A.Eu.355, Pl.Prt.325c; ἀ. βίων Clearch.10. 3 pouring out, of drink, LXX Hg.2.15. 4 upsetting, στομάχου Sor.1.27, Asclep.Jun. ap. Gal.13.140; ἀ. ναυτιώδεις Plu.2.442f. 5 refutation, Str.2.1.22, Hermog.Prog.5. 6 annulment, Just.Nov.2.2Intr.; undoing, ἐπ' -ῇ τῆς νοήσεως τοῦ θεοῦ Phld.D.3.7. 7 raising of body, Cass.Fel.82.
German (Pape)
[Seite 212] , ἡ Umsturz, Zerstörung, δωμάτων Aesch. Eum. 335; οἴκων Plat. Prot. 325 c; νόμων D. Hal. 9, 44; bei den Rhetoren, Widerlegung.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνατροπή: ἡ, τὸ «ἀναποδογύρισμα», τοῦ πλοίου Ἀριστ. Μεταφ. 4. 2, 5. 2) ἀνατροπαὶ δωμάτων, οἴκων, ἡ καταστροφὴ αὐτῶν, ἡ κατάπτωσις, Αἰσχύλ. Εὐμ. 355, Πλάτ. Πρωτ. 325C. ― προσέτι = ἀνασκευή, «ἀνασκευή ἐστιν ἀνατροπὴ τοῦ προταθέντος πράγματος» Ἑρμογεν. Προγυμν. Ρήτορες Valz. τόμ. Αϳ, σ. 27.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
renversement, destruction.
Étymologie: ἀνατρέπω.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
I c. idea de dar la vuelta o hacia abajo
1 vuelco de naves, Arist.Metaph.1013b14
•acción de dar la vuelta a un enfermo, Cass.Fel.82
•fig. ruina, hundimiento δωμάτων A.Eu.355
•subversión τῶν νόμων S.E.M.2.38, cf. Ph.2.565, τῶν δογμάτων Chrysipp.Stoic.3.125, βίων Clearch.47, cf. Pl.Prt.325c, PFouad 87.13 (VI d.C.), PCair.Isidor.68.4, 21 (VI d.C.), 79.18 (VI d.C.), POxy.130.19 (VI d.C.).
2 medic. trastorno στομάχου Sor.18.7, cf. Asclep.Iun. en Gal.13.140.
3 acción de verter un líquido, LXX Hb.2.15.
II 1eliminación, supresión τῆς νοήσεως τοῦ θεοῦ Phld.D.3.col.7.32, τῆς ἐπιθυμίας Ph.1.589
•abs. anulación Iust.Nou.2.2.
2 refutación de un argumento, Str.2.1.22, Ammon.Diff.44.
Greek Monolingual
η (AM ἀνατροπή)
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ανατρέπω, αναποδογύρισμα
νεοελλ.
1. εξαφάνιση γενόμενης διαδικασίας, μετά παρέλευση διετίας
2. αντιστροφή, μεταβολή της τάξης του πλου, ώστε αυτός που πλέει επικεφαλής να γίνει ουραγός και το αντίστροφο
αρχ.
1. αφανισμός, καταστροφή
2. ανασκευή, αναίρεση.
Greek Monotonic
ἀνατροπή: ἡ (ἀνατρέπω), αναποδογύρισμα, ανακάτεμα, ανατροπή, ανατάραξη, σε Αισχύλ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνατροπή: ἡ
1) опрокидывание, крушение (πλοίου Arst.);
2) разрушение, уничтожение (δωμάτων Aesch.; οἴκων Plat.; μεγίστων πραγμάτων Plut.): κριοὶ πρὸς ἀνατροπὴν τειχῶν Diod. стеноломные тараны.