ἁρματοτροχιά
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
English (LSJ)
Ep. -ιή, ἡ, A wheel-track of a chariot, Il.23.505, Ph.1.312, Luc.Dem.Enc.23, Ael. VH2.27, Q.S.4.516.
German (Pape)
[Seite 355] ἡ, Wagengeleis, Ael. H. A. 2, 36; Luc. Dem. enc. 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρματοτροχιά: ἡ, ἡ γραμμὴ ἣν σχηματίζουσιν ἐπὶ τοῦ ἐδάφους οἱ τροχοὶ τοῦ ἅρματος, Λουκ. Δημοσθ. 23, Αἰλ. π. Ζ. 2. 37: - ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸν ποιητ. τύπ. ἁρματροχιή, Ἰλ. Ψ. 505· πρβλ. Κ. Σμ. 4. 516.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
ornière.
Étymologie: ἅρμα, τροχός.
Spanish (DGE)
(ἁρμᾰτοτροχιά) -ᾶς, ἡ
• Alolema(s): ép. ἁρμᾰτροχιή Il.23.505; tb. ἁρματροχιά Ph.1.312, Q.S.4.516, Phot.α 2842
rodera, releje, surco de las ruedas del carro οὐδέ τι πολλὴ γίγνετ' ἐπισσώτρων ἁρματροχιὴ ... ἐν λεπτῇ κονίῃ Il.l.c., cf. Q.S.l.c., ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἁρματοτροχιᾶς ... μηδὲν παραβάντας Luc.Dem.Enc.23, cf. Ael.VH 2.27, τὰς ἁρματοτροχιάς ἀλεείνειν Luc.l.c., cf. Ph.l.c., Phot.l.c.
Greek Monolingual
ἁρματοτροχιά, η (Α)
η γραμμή που σχηματίζουν στο έδαφος οι τροχοί του άρματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, -τος + τροχιά.
Greek Monotonic
ἁρματοτροχιά: ἡ (τροχός), ίχνη των τροχών ενός άρματος, σε Λουκ.· ο Όμηρ. χρησιμοποιεί τον ποιητ. τύπο ἁρματροχιή, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
τροχός
the wheel-track of a chariot, Luc.:—Hom. uses poet. form ἁρματροχιή, Il.