πάγκλαυστος
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
or πάγ-κλαυτος, ον,
A most lamentable, ἄλγη, θέρος, A. Th.368 (lyr.), Pers.822; π. αἰῶνα κοινόν, i.e. death, S.El.1085(lyr.). II Act., all-tearful, Id.Tr.652, Ant. 831 (both lyr.).
German (Pape)
[Seite 435] oder πάγκλαυτος, sehr beklagt, sehr zu beweinen; πάγκλαυτα ἄλγεα, Aesch. Spt. 350; πάγκλαυτον ἐξαμᾷ θέρος, Pers. 808; πάγκλαυστον αἰῶνα, Soph. El. 1074; auch in act. Bdtg, ganz, sehr weinend, ὑπ' ὀφρύσι παγκλαύστοις, Ant. 825, vgl. Tr. 649; die Lesart schwankt gewöhnlich.
Greek (Liddell-Scott)
πάγκλαυστος: ἢ κάλλιον -κλαυτος, ον, ὁ κατὰ πάντα ἀξιοθρήνητος, Αἰσχύλ. Θήβ. 368, Πέρσ. 822· π. αἰῶνα κοινόν, δηλ. θάνατον, Σοφ. Ἠλ. 1086. ΙΙ. ἐνεργ., ὅλως δακρύων πλήρης, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 652, Ἀντ. 831. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε ἐν λ. κλαυτός.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 tout à fait lamentable;
2 qui pleure sans cesse.
Étymologie: πᾶς, κλαίω.
Greek Monolingual
πάγκλαυστος και πάγκλαυτος, -ον (Α)
1. (με παθ. σημ.) αυτός που είναι από κάθε άποψη αξιοθρήνητος («παγκλαύτων ἀλγεων», Αισχύλ.)
2. (με ενεργ
σημ.) αυτός που κλαίει διαρκώς, γεμάτος δάκρυα («ὑπ' ὀφρύσι παγκλαύτοις», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + κλαυ(σ)τός (< κλαίω), πρβλ. πολύ-κλαυ(σ)τος].
Greek Monotonic
πάγκλαυστος: ή -κλαυτος, -ον (κλαίω)·
I. αυτός που είναι αξιοθρήνητος σε όλα, εντελώς αξιοθρήνητος, σε Αισχύλ., Σοφ.
II. Ενεργ., αυτός που είναι γεμάτος δάκρυα, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
πάγκλαυστος:
1) полный горя (ἄλγεα Aesch.; αἰών Soph.);
2) всегда омоченный слезами (ὀφρύς Soph.);
3) вечно льющий слезы, безутешный (δάμαρ Soph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάγκλαυ(σ)τος -ον [πᾶς, κλαίω] door allen bejammerd; een en al tranen.
Middle Liddell
πάγκλαυστος, ορ -κλαυτος, ον, κλαίω
I. all-lamented, most lamentable, Aesch., Soph.
II. act. all tearful, Soph.