ἀναπειράομαι
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
A try or attempt again: generally, make a trial, essay, τοῖς σκάφεσι Plb.25.4.9; ἀναπειρᾶσθαι ναῦν make trial of a new ship, prove her, D.51.5; also of the ship herself, πάντες ἑωρᾶθ' ὑμεῖς ἀναπειρωμένην τὴν ναῦν ibid.; esp. as a naval term, manœuvre, exercise, Hdt.6.12, Th.7.7,12,51.
German (Pape)
[Seite 201] sich (wieder, wiederholt) versuchen, bes. von kriegerischen Uebungen, exerciren, Her. 4, 12; von der Flotte, τὸ ναυτικὸν ἐπλήρουν καὶ ἀνεπειρῶντο Thuc. 7, 7; σκάφεσιν ἅπασι Pol. 26, 7; ναυσί D. Sic. 13, 8: ναῦν ἀναπειρωμένην ἑωρᾶτε Dem. 51, 5. 6, ein Schiff zum Versuche ins Meer lassen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπειράομαι: ἀποθ., (ἴδε πειράω): δοκιμάζω ἢ ἐπιχειρῶ ἐκ νέου, ἐν γένει ποιῶ δοκιμήν, ἀπόπειραν, Πολύβ. 26. 7, 9· ἀναπειρᾶσθαι ναῦν, κάμνω δοκιμὴν νέου πλοίου, τὸ ἐξετάζω, δοκιμάζω αὐτό, Δημ. 1229. 19. ΙΙ. ὡς στρατιωτικὸς καὶ ναυτικὸς ὅρος, ἐπαναλαμβάνω ἢ ἐξακολουθῶ τὰς ἀσκήσεις τὰς ὁποίας ἤρχισα, Ἡρόδ. 6.12, ἁπλῶς, ἐξασκοῦμαι, Θουκ. 7.7., 12. 51.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
recommencer ou continuer ses exercices, sa manœuvre.
Étymologie: ἀνά, πειράομαι.
Spanish (DGE)
1 c. ac. probar πάντες ἑωρᾶθ' ὑμεῖς ἀναπειρωμένην τὴν ναῦν todos vosotros visteis la nave en pruebas D.51.5.
2 abs. hacer ejercicios o maniobras navales Hdt.6.12, Th.7.7, 12, 51, ἅπασι τοῖς σκάφεσι Plb.25.4.9
•de aves hacer ejercicios, aprender a volar Plu.2.992b.
Greek Monotonic
ἀναπειράομαι: αποθ., προσπαθώ ή επιχειρώ ξανά· ως στρατιωτικός και ναυτικός όρος, επαναλαμβάνω ή εξακολουθώ τις ασκήσεις, σε Ηρόδ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπειράομαι:
1) подвергать испытанию, испытывать (ναῦν Dem.);
2) заниматься военными упражнениями, производить военные маневры Her., Thuc., Diod.: ἀναπεπειρᾶσθαι ἅπασι τοῖς σκάφεσι Polyb. устроить маневры всего флота.
Middle Liddell
Dep., to try or attempt again: as a military and naval term, to renew or continue their exercises, Hdt., Thuc.