ἐπιτηρέω
Ἀνὴρ ἀτυχῶν δὲ σώζεται ταῖς ἐλπίσιν → Presso miseria spes salus est unica → Allein die Hoffnung trägt den, der im Unglück ist
English (LSJ)
A look out or watch for, νύκτα h.Cer.244 ; σιτία Ar.Ach. 197 ; Βορέαν ib.922 ; καιρόν Plu.Publ.17 ; ἐπετήρουν ἀπιόντας αὐτούς Th.5.37 ; τὴν θεράπαιναν Lys.1.8 ; ἐ. τὸ βλάβος watch to detect it, Ar. Ra.1151 ; ἐ. ὅταν.., ὁπόταν.., Id.Ec.633, Eq.1031 ; ὁπότε.. X.HG 2.2.16 ; τί παρ' ὑμῖν ἐψήφισται, τοῦτ' ἐπετήρουν D.19.288 : c. inf., ἰδεῖν τι Gal.15.661:—Med., Hld.5.20. II keep an eye on, τινά App.BC4.39:—Pass., to be kept under surveillance, POxy.1413.10 (iii A.D.). 2 supervise, PAmh.2.77.8 (ii A.D.):—Pass., PFlor.1.16 (ii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 992] abpassen, ablauern, abwarten; νύκτα H. h. Cer. 245; Βορέαν Ar. Ach. 922; τὴν θεράπαιναν Lys. 1, 8. 16; ἐπιτηρῶν ὁπότε ἔμελλον ὁμολογήσειν Xen. Hell. 2, 2, 16; Sp. καιρόν u. ä., Plut.; – daran, dabei beobachten, auf Etwas Acht haben, darauf merken, ἐπιτήρει τὸ βλάβος Ar. Ran. 1151; Eccl. 633; ἐπετήρουν τοὺς Ἀθηναίους, οἷ κατασχήσουσιν Thuc. 4, 42; ἀπιόντας 5, 37; ἐπιτηρήσας ἄλλοσε τὸν νοῦν ἔχοντα Plat. Theag. 129 c; πρότερον μὲν γὰρ ὅ τι παρ' ὑμῖν ἐψήφισται, τοῦτο ἐπετήρουν οἱ ἄλλοι πάντες Ἕλληνες, Dem. – Med., τὸν ἔκπλουν, Heliod. 5, 20.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτηρέω: παραμονεύω, καιροφυλακῶ, νύκτ’ ἐπιτηρήσασα θυώδεος ἐκ θαλάμοιο Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 245· βορὲαν ἐπιτηρήσας μέγαν αὐτόθι 922· ἐπετήρουν ἀπιόντας αὐτοὺς Θουκ. 5. 37, πρβλ. 4. 42· ἐπιτηρῶν τὴν θεράπαιναν τὴν εἰς τὴν ἀγορὰν βαδίζουσαν Λυσ. 1. 2, 4· σὺ δ’ ἐπιτήρει τὸ βλάβος, σὺ δὲ κύτταξε ν’ ἀνακαλύψῃς τὸ σφάλμα, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1151· κᾆτ' ἐπιτήρει, ὅταν ἤδη ’γὼ κτλ. ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 633· ὃς (ὁ κύων) κέρκῳ σαίνων σ’, ὁπόταν δειπνῇς ἐπιτηρῶν, ἐξέδεταί σου τοὔψον Ἱππ. 1031· ὁπότε... Ξενοφ. Ἑλλ. 2. 2, 16: Μέσ., Ἡλιόδ. 5. 20.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
observer attentivement, guetter, épier, acc..
Étymologie: ἐπί, τηρέω.
Greek Monotonic
ἐπιτηρέω: μέλ. -ήσω, παραμονεύω, καιροφυλακτώ, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτηρέω:
1) высматривать, выслеживать, подстерегать (τοὺς ἀπιόντας Thuc.): ἐπετήρουν τοὐς Ἀθηναίους οἷ κατασχήσουσιν Thuc. (коринфяне) следили за афинянами (чтобы узнать), где они высадятся; ἐ. τὸ βλάβος Arph. следить, нет ли ошибок;
2) выжидать (νύκτα Hom.; βορέαν μέγαν Arph.; καιρόν Plut.; ἢ δίκην ἢ ἔκτισιν Arst.): ἐ. σιτία ἡμερῶν τριῶν Arph. выждать (пока не накопится) трехдневный запас продовольствия.
Middle Liddell
fut. ήσω,
to look out for, Ar., Thuc., etc.