δινωτός

From LSJ
Revision as of 14:59, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῑνωτός Medium diacritics: δινωτός Low diacritics: δινωτός Capitals: ΔΙΝΩΤΟΣ
Transliteration A: dinōtós Transliteration B: dinōtos Transliteration C: dinotos Beta Code: dinwto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A turned, rounded, λέχη, κλισίη, Il.3.391, Od.19.56; ῥινοῖσι βοῶν καὶ νώροπι χαλκῷ δινωτήν (sc. ἀσπίδα) covered with… circular plates (or adorned with spirals), Il.13.407; θρόνος A.R.3.44.    II whirling, κύκλοι Parm.1.7; πτέρυγες Epic.Alex.Adesp. 4.14 Pap.

Greek (Liddell-Scott)

δῑνωτός: -ή, -όν, (δινόω) τορνευτός, στρογγύλος, ἀσπίς, λέχος Ἰλ. Γ. 391, Ὀδ. Τ. 56· ῥινοῖσι βοῶν καὶ νώροπι χαλκῷ δινωτὴν [ἐνν. ἀσπίδα], κατεσκευασμένην κυκλοτερῶς διὰ δερμάτων βοῶν καὶ χαλκῶν πλακῶν, Ἰλ. Ν. 407.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
fait au tour ; ῥινοῖσι καὶ χαλκῷ δινητή IL bouclier couvert sur toute sa surface ronde de peaux et d’airain.
Étymologie: δῖνος.

Spanish (DGE)

(δῑνωτός) -ή, -όν

• Grafía: graf. δειν- Hsch.

• Prosodia: [-ῐ- Man.6.577]
I 1redondo, ἀσπίς Il.13.407, Θυτήριον Arat.440, σάκος A.R.4.222, cf. AP 6.219 (Antip.Sid.), λίθος AP 16.306 (Leon.), ὦμοι Man.l.c., πόλος Nonn.D.1.364, 2.163.
2 torneado, aunque tal vez decorado con círculos o espirales λέχη Il.3.391, κλισίη δ. ἐλέφαντι καὶ ἀργύρῳ Od.19.56, θρόνος A.R.3.44, δ. μολίβοιο ... κύβος Opp.H.4.83, cf. IG 22.1440.35 (IV a.C.), Hsch., Eust.1715.42.
II que gira, que da vueltas κύκλοι Parm.B 1.7, Arat.462, ἄστρων Κύκλος Ps.Emp.Sphaer.54, σκολιῇσι δράκων δ. ἀκάνθαις Nonn.D.12.319, cf. 38.162.

Greek Monolingual

δινωτός, -ή, -όν (Α) δίνος
1. ο στρογγυλεμένος με τόρνο, ο τορνευμένος
2. σκεπασμένος γύρω γύρω
3. περιστροφικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < δίνος, εφόσον το ρ. δινώ (-όω), του οποίου παράγωγο θα μπορούσε να ήταν, παραδίδεται μεταγενεστέρως. Η λ. δινωτός συνδέθηκε με μυκηναϊκούς τ. qeqinomeno, qeqinoto, που όμως δημιουργούν προβλήματα και φωνολογικά και σημασιολογικά (αναφέρονται στην κατεργασία του ελεφαντόδοντου) λόγω του αρχικού χειλοϋπερωικού συμφώνου (πρβλ. και βινέω)].

Greek Monotonic

δῑνωτός: -ή, -όν (όπως αν προερχόταν από δινόω), τορνευτός, στρογγυλός, σε Όμηρ.· νώροπι χαλκῷ δινωτήν (ενν. ἀσπίδα), καλυμμένη κυκλικά από χάλκινες πλάκες, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

δῑνωτός: обточенный в виде круга, закругленный: χαλκῷ δ. Hom. сработанный в виде медного круга.

Middle Liddell

adj [as if from δινόω
turned, rounded, Hom.; νώροπι χαλκῷ δινωτήν [sc. ἀσπίδα] covered all round with brazen plates, Il.