θρύψις

From LSJ
Revision as of 15:35, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρύψις Medium diacritics: θρύψις Low diacritics: θρύψις Capitals: ΘΡΥΨΙΣ
Transliteration A: thrýpsis Transliteration B: thrypsis Transliteration C: thrypsis Beta Code: qru/yis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A breaking in small pieces, οὔτε… εἴη ἂν ἄπειρος ἡ θ. Arist.GC316b30; dispersion, ἡ θ. τοῦ ἀέρος Id.de An.419b23; coupled with διάλυσις, Chrysipp.Stoic.2.173.    II softness, weakness, σώματος Plu.Dem.4: esp. metaph., debauchery, X.Cyr.8.8.16, Plu.Lyc. 14: pl., Id.2.732e.    2 daintiness, κόμης ib.693b; θ. (cj. for τρίψις) ἐπικρατίδων Hp.Praec.10.

German (Pape)

[Seite 1221] ἡ, das Zerreiben, Zermalmen, Aufreiben, ἀέρος Arist. de anim. 2, 8, Sp.; – Weichlichkeit, schwelgerische Lebensart, Luxus, Xen. Cyr. 8, 8, 16 u. öfter bei Sp., wie Plut. Dem. 4 Lycurg. 14 Ael. H. A. 5, 11. 6, 19.

Greek (Liddell-Scott)

θρύψις: -εως, ἡ, θραῦσις εἰς μικρὰ τεμάχια, σύντριψις, οὔτε... εἴη ἂν ἄπειρος ἡ θρ. Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 2, 20, πρβλ. τὸ π. Ψυχ. 2. 8, 5. ΙΙ. μεταφ., μαλακότης, ἀδυναμία, ἀκολασία, ἀσέλγεια, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 16, Πλούτ. ἐν Λυκούργ. 14, Ἀνθ. Π. 8. 166, κτλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d’énerver ; mollesse, vie molle et efféminée.
Étymologie: θρύπτω.

Greek Monotonic

θρύψις: -εως, ἡ, θραύση, σπάσιμο σε πολλά μικρά κομμάτια· μεταφ., μαλθακότητα, αδυναμία, διαφθορά, ακολασία, σε Ξεν., Πλάτ., κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

θρύψις: εως ἡ
1) дробление, деление (κατὰ μέρος Arst.);
2) расчесывание, причесывание (τῆς κόμης Plut.);
3) рассеяние, разрежение (τοῦ ἀέρος Arst.);
4) расслабленность, вялость (τοῦ σώματος ἀσθένεια καὶ θ. Plut.);
5) изнеженность, любовь к роскоши (τῶν Περσῶν Xen.).

Middle Liddell

θρύψις, εως
a breaking in small pieces:—metaph. softness, weakness, debauchery, Xen., Plut., etc.