ἀάατος

From LSJ
Revision as of 13:08, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾰ̓ᾱ́ᾰτος Medium diacritics: ἀάατος Low diacritics: αάατος Capitals: ΑΑΑΤΟΣ
Transliteration A: aáatos Transliteration B: aáatos Transliteration C: aaatos Beta Code: a)a/atos

English (LSJ)

ἀάατον, (ἀάω) in Il. ^__^,
A. not to be injured, inviolable, infallible, invincible, “νῦν μοι ὄμθσσον ἀ. Στυγὸς ὕδωρ” 14.271.
II. in Od. ^_^^, “ἄεθλος ἀ. ἐκτετέλεσται” 22.5, cf. 21.9, prob. unimpeachable, i.e. decisive.
III. later, invincible, “κάρτος ἀάα^τος” A.R.2.77. (ἀάϝατος, cf. sq., Hsch.)

English (Autenrieth)

(ἀϝάω): of doubtful meaning. —(1) inviolable (if α privative), νυν μοι ὄμοσσον ἀάᾶτον Στυγὸς ὕδωρ, Il. 14.271; cf. Στυγὸς ὕδωρ, ὅς τε μέγιστος | ὅρκος δεινότατός τε πέλει μακάρεσσι θεοῖσιν, Il. 15.37 f.—(2) baleful (if α copulative), or mad, of the suitors' contest with the bow, Od. 21.81 (echoed by Odysseus, Od. 22.5). —Signif. (2) may be assumed in Ξ instead of (1), representing the Styx as baleful to him who swears falsely in its name.

Frisk Etymology German

ἀάατος: {aáatos}
Meaning: ep. Wort unsicherer Bedeutung: νυν μοι ὄμοσσον ἀ. Στυγὸς ὕδωρ Ξ 271 (unverletzlich?), ἄεθλος ἀ. φ 91, χ 5 (untrüglich?), κάρτος ἀ. A. R. 2, 77 (unüberwindlich?).
Etymology : Schon wegen der unklaren Bed. ist die Herkunft nicht sicher zu ermitteln. Gewöhnlich zu ἄτη gezogen; s. d. und ἀάω. Vgl. ἀάβακτοι· ἀβλαβεῖς H.?
Page 1,2

Greek Monolingual

ἀάατος, ἀάατον (Α)
συνήθως ερμηνεύεται: 1. απαράβλαπτος, απαραβίαστος
2. άψογος, καθαρός, αποφασιστικός
3. αήττητος, ακαταμάχητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. συνδέεται με το ἀάω και το ἄτη, πρβλ. ἀάβακτοι του Ησύχ. (= αβλαβείς), ή με το ἄω (= χορταίνω), απρμφ. αόρ. ἆσαι, οπότε ἀάατος = ἄατος.