κίκκαβος
ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγω → however, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess
English (LSJ)
ὁ, name of a small coin used in the nether world, Pherecr. (ip.167 K.) ap.Poll.9.83; also,
A = κίμβιξ, Phot. s.v. κίμβικας :—hence Dim. κικκάβιν ( -βιον): ἐλάχιστον, οὐδέν, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1438] ὁ, eine sehr kleine Münze im Hades, komisch fingirt, Phereer. bei Poll. 9, 83; vgl. Phot. 164, 18; Lob. Path. p. 286. Vgl. κίκκος.
Greek (Liddell-Scott)
κίκκαβος: ὁ, ὄνομα νομίσματος ἐν χρήσει ἐν τῷ ᾌδῃ κατὰ τὸν Φερεκρ. (ἐν «Κραπατάλλοις 4) παρὰ Πολυδ. Θ΄, 83, πρβλ. Φωτ. Λεξ. 164. 18. Ἐπίθετόν τι κικκάβινον (ἑρμηνευόμενον παρ’ Ἡσυχ. «ἐλάχιστον, οὐδὲν») δύναται νὰ παραβληθῇ πρὸς τὸ Λατ. ciccus ἐν τῇ παροιμίᾳ ciccum non interdium.
Greek Monolingual
κίκκαβος, ὁ (Α)
1. ονομασία μικρού νομίσματος πολύ μικρής αξίας, το οποίο χρησιμοποιούσαν στον Άδη, κατά τον Πολυκράτη
2. κίμβιξ, φιλάργυρος («κίμβικας καί κικκάβους τοὺς αἰσχρούς», Φώτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική γλωσσοπλασία του Φερεκράτη από τη λ. κικκάδη «κουκουβάγια», πτηνό που απεικονιζόταν στα αθηναϊκά νομίσματα, ενώ η κατάλ. -βος θυμίζει το κόλλυβος (ονομασία μικρού νομίσματος)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: comic name of a small coin in the Underworld = an eighth of a ψωθία = 3 oboles (Pherecr. [1, 167] ap. Poll. 9, 83); also niggard (Phot. s. κίμβικας).
Derivatives: κικκάβι(ο)ν ἐλάχιστον, οὑδέν H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Ending as in κόλλυβος with related meaning (s. v.), but perhaps with Pisani Paideia 6, 291ff. from (the sound) of the screech-owl, κικκαβαῦ, κικκάβη; (after the owl on the back of the Athenian coin?). The word *κίκκος (central) house of the pomegranate is based on a conjecture for unclear κικαῖος in H.; s. Pisani l. c.
Frisk Etymology German
κίκκαβος: {kíkkabos}
Grammar: m.
Meaning: scherzhafte Benennung einer kleinen Münze der Unterwelt = ein Achtel einer ψωθία = 3 Obolen (Pherekr. [1, 167] ap. Poll. 9, 83); auch Geizhals (Phot. s. κίμβικας).
Derivative: Davon κικκάβι(ο)ν· ἐλάχιστον, οὐδέν H.
Etymology : Ausgang wie in dem sinnverwandten κόλλυβος (s. d.), aber vielleicht mit Pisani Paideia 6, 291ff. von (dem Laut) der Nachteule, κικκαβαῦ, κικκάβη; (nach der Eule auf der Rückseite der athenischen Münzen?). Das Wort *κίκκος Kerngehäuse des Granatapfels beruht auf einer Konjektur für das unklare κικαῖος bei H.; s. Pisani l. c.
Page 1,852