μηδέπω

From LSJ
Revision as of 14:04, 3 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (cc2)

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηδέπω Medium diacritics: μηδέπω Low diacritics: μηδέπω Capitals: ΜΗΔΕΠΩ
Transliteration A: mēdépō Transliteration B: mēdepō Transliteration C: midepo Beta Code: mhde/pw

English (LSJ)

Adv.

   A nor as yet, not as yet, Id.Pr.741, Pers.435, etc.

German (Pape)

[Seite 170] und noch nicht, auch noch nicht, noch nicht einmal; εὖ νῦν τόδ' ἴσθι μηδέπω μεσοῦν κακόν, Aesch. Pers. 427, vgl. Prom. 742; Xen. Cyr. 1, 3, 8.

Greek (Liddell-Scott)

μηδέπω: ἐπίρρ., ὄχι ἀκόμη, εἶναι δόκει σοι μηδέπω ’ν προοιμίοις, μηδὲ εἰς τὰ προοίμια ἀκόμη, Αἰσχύλ. Πρ. 741, Πέρσ. 435. κτλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
pas encore, pas une fois.
Étymologie: μηδέ, πώ.

English (Strong)

from μηδέ and -πω; not even yet: not yet.

Greek Monolingual

μηδέπω (Α)
επιρρ.) (εντονότερο του μήπω) όχι ακόμηἴσθι μηδέπω μεσοῡν κακόν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδέ + μόριο πω «ακόμη, ποτέ»].

Greek Monotonic

μηδέπω: επίρρ., μήτε μέχρι τώρα, όχι ως τώρα, σε Αισχύλ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

μηδέπω: adv., тж. раздельно (все) еще не: μ. μεσοῦν κακόν Aesch. это еще (даже) не половина несчастья.

Middle Liddell

nor as yet, not as yet, Aesch., etc.

Chinese

原文音譯:mhdšpw 姆-得-坡
詞類次數:副詞(1)
原文字根:不-尚-(似的 尚)
字義溯源:尚未,未;由(μηδέ)=若不然)與(πώς)=尚)組成;其中 (μηδέ)由(μή / μήγε / μήπου)*=否定)與(δέ)*=但)組成;而 (πώς)出自 (πώς / ποταπῶς)=未知如何, (πώς / ποταπῶς)出自 (πού)=大約,某處, (πού)出自 (πορφυρόπωλις)X*=有些
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 未(1) 來11:7