διεκπεράω

From LSJ
Revision as of 10:35, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεκπεράω Medium diacritics: διεκπεράω Low diacritics: διεκπεράω Capitals: ΔΙΕΚΠΕΡΑΩ
Transliteration A: diekperáō Transliteration B: diekperaō Transliteration C: diekperao Beta Code: diekpera/w

English (LSJ)

   A pass out through, c. acc., τὰς Ἡρακλέας στήλας Hdt.4.152; δ. τὴν ἄνυδρον pass quite through it, Id.3.4; τὸν ποταμόν Id.5.52; βίον E.Supp.954; traverse, ἀταρπόν Orac. ap. Jul.Ep.89b.    2 abs., δ. ἐς χθόνα A. Pers.485; of food, like διαχωρέω, Pl.Ti.73a.    II pass by, overlook, Ar.Pl.283, v. Sch.

German (Pape)

[Seite 618] (s. περάω), 1) ganz hindurchgehen; τὴν ἄνυδρον Her. 3, 4; τὸν ποταμόν, übersetzen, 5, 52; Ἡρακλέας στήλας, d. i. darüber hinausgehen, 4, 152; εἰς χθόνα Aesch. Pers. 485; übertr., βίον Eur. Suppl. 978; absol., von der Nahrung, Plat. Tim. 73 a; διὰ μέσου τῶν πολεμίων D. Sic. 12, 43. – 2) übergehen, außer Acht lassen, Ar. Plut. 283.

Greek (Liddell-Scott)

διεκπεράω: μέλλ. -ήσω καὶ -άσω, διαπερῶ ἐντελῶς, μετ’ αἰτ., τὰς Ἡρακλέας στήλας Ἡρόδ. 4. 152· δ. τὴν ἄνυδρον, διέρχομαι ἐντελῶς δι’ αὐτῆς, ὁ αὐτ. 3. 4· τὸν ποταμὸν ὁ αὐτ. 5. 52· βίον Εὐρ. Ἱκέτ. 954. 2) ἀπόλ., δ. ἐς χθόνα Αἰσχύλ. Πέρσ. 485· ἐπὶ τροφῆς, ὡς τὸ διαχωρέω, Πλάτ. Τιμ. 73Α. ΙΙ. παρέρχομαι, παραβλέπω, Ἀριστοφ. Πλ. 283, ἴδε Σχόλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. διεξεπέρησα;
1 passer au-delà, traverser (un fleuve, etc.) acc.;
2 passer le long de, dédaigner.
Étymologie: διά, ἐκπεράω.

Spanish (DGE)

I 1recorrer hasta salir de, superar o dejar atrás, cruzar, atravesar en el espacio, esp. c. ac. de ext. o accidentes geog. Ἡρακλέας στήλας διεκπερήσαντες ἀπίκοντο ἐς Ταρτησσόν Hdt.4.152, τὴν ἄνυδρον Hdt.3.4, τὸν ποταμόν Hdt.5.52, Ἀχέροντα ... ἐρετμοῖς A.R.2.901, ᾗ νηὶ διὲξ ἁλὸς οἶδμα περήσας A.R.4.457, ταῦτα (montañas, valles y bosques), Artem.2.28, ταχὺ διεκπερῶσα ἡ τροφή (el intestino), Pl.Ti.73a, τὸν πολὺν τῶν συμπτώσεων διεκπερῶσαι κυδοιμόν atravesando (los átomos) el descomunal tumulto de las colisiones Dion.Alex.Fr.4, c. ac. y gen. Κυανέας Πόντοιο διὲκ πέτρας ἐπέρησαν salieron del Ponto atravesando las rocas Cianeas A.R.4.304
en el tiempo (τὸν βίον) E.Supp.954, ὅλην βιότοιο ... ἀταρπόν Orác. en Iul.Ep.89b.297d, τί ταῦτα δεῖ στένειν ἅπερ δεῖ κατὰ φύσιν δ. E.Fr.Hyps.107.927, en v. pas. πρὶν αὐτῷ παντελῶς ... βίος διεκπεραθῇ S.Fr.646.3.
2 c. ac. plu. de cosas contables pasar entre πολλῶν θύμων ῥίζας Ar.Pl.282.
II intr. pasar, atravesar εἰς ... Φωκέων χθόνα A.Pers.485, διὰ μέσου τῶν πολεμίων D.S.12.43.

Greek Monotonic

διεκπεράω: μέλ. -ήσω και -άσω,
I. διαπερνώ εντελώς, διαπερνώ ανάμεσα, με αιτ., σε Ηρόδ.· διασχίζω, διέρχομαι, σε Αισχύλ.
II. αντιπαρέρχομαι, παραβλέπω, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

διεκπεράω:
1) проходить насквозь, проникать (ἡ ταχὺ διεκπερῶσα τροφή Plat.; διὰ μέσου τινῶν Diod.);
2) переходить, переступать (Ἡρακλέας στήλας Her.; ἐς Φωκέων χθόνα Aesch., v. l.);
3) переправляться (τὸν ποταμόν Her.): ῥᾷστα δ. τὸν βίον Eur. легко прожить свою жизнь;
4) жить, существовать (κατὰ φύσιν Plut.);
5) проходить мимо, обходить, пренебрегать (τι Arph.).

Middle Liddell

fut. ήσω fut. άσω
I. to pass out through, pass quite through, c. acc., Hdt.:— to cross over, Aesch.
II. to pass by, overlook, Ar.