φιλανθρωπεύομαι
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
A act humanely or courteously, πρός τινας D.19.139: c. acc. rei, to show kindness by granting a thing, Hld.9.27, D.C.50.20; τι περί τινα Aristid.Or.21 (22).10; τὰ θαυμαστά Id.2.234J. 2 Astrol., = sq. 1.2, Procl.Par.Ptol.200. II c. acc. pers., treat humanely, J.AJ 13.2.3; φ. τινά τι do one a kindness, Hld.9.2:—Pass., φιλανθρωπευθέντες D.S.18.18, cf. Phld.Herc.1457.9. 2 conciliate, τὸν δῆμον δώδεκα ἀποικίαις App.BC1.23.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλανθρωπεύομαι: ἀποθ., φέρομαι φιλανθρώπως ἢ φιλοφρόνως, πρός τινα Δημ. 384. 11· ― μετ’ αἰτ. πράγματος, δεικνύω φιλανθρωπίαν παρέχων τι, Ἡλιόδ. 9. 27· τινι Δίων Κάσσ. 50. 20· τι περί τινα Ἀριστείδ. 1. 272. 2) ὡς παθητικόν, φιλανθρωπευθέντες, φιλανθρώπου χρήσεως τυχόντες, Διόδ. 18. 18. ΙΙ. Μεταβατ. ἐνεργείας, κάμνω τινὰ φιλάνθρωπον, εὐμενῆ, διαλλάττω, συμφιλιώνω, τὸν δῆμον Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 23· φ. τινά τι, πράττω φιλάνθρωπόν τινα πρᾶξιν πρός τινα, Ἡλιόδ. σελ. 9. 2.
French (Bailly abrégé)
I. intr. se conduire avec humanité, se montrer humain, bon : πρός τινα pour qqn;
II. tr. 1 traiter avec humanité, avec bonté : τινά τι qqn en qch ; Pass. être bien traité;
2 accorder avec bonté : τι qch;
3 rendre bienveillant, disposer favorablement, se concilier, acc..
Étymologie: φιλάνθρωπος.
Greek Monolingual
Α φιλάνθρωπος
(αποθ.)
1. φέρομαι με φιλανθρωπία
2. (μτβ.) α) καθιστώ κάποιον φιλάνθρωπο
β) (με αιτ. προσ. και πράγματος) κάνω μια φιλανθρωπική πράξη για κάποιον
γ) (με αιτ. πράγματος) παρέχω κάτι με φιλανθρωπική διάθεση
3. (το αρσ. της μτχ. παθ. αορ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ φιλανθρωπευθέντες·αυτοί που έτυχαν φιλανθρωπικής μεταχείρισης.
Greek Monotonic
φῐλανθρωπεύομαι: αποθ.,
I. 1. ενεργώ ανθρώπινα, πρός τινα, σε Δημ., Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.· σε πληθ., πράξεις από καλοσύνη, αγαθοεργίες, φιλοφροσύνες, σε Δημ.
2. λέγεται για το Θεό, αγάπη για τον άνθρωπο, σε Καινή Διαθήκη
II. λέγεται για πράγματα, ἡ φιλανθρωπία τῆς τέχνης, σχετικά με τη γεωργία, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
φιλανθρωπεύομαι:
1) med. быть человеколюбивым, обращаться гуманно (πρός τινα Dem.);
2) pass. встречать человечное отношение к себе Diod.
Middle Liddell
φῐλανθρωπεύομαι,
Dep. to act humanely, πρός τινα Dem.