ἀψόφητος

From LSJ
Revision as of 15:09, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀψόφητος Medium diacritics: ἀψόφητος Low diacritics: αψόφητος Capitals: ΑΨΟΦΗΤΟΣ
Transliteration A: apsóphētos Transliteration B: apsophētos Transliteration C: apsofitos Beta Code: a)yo/fhtos

English (LSJ)

ον, (ψοφέω)

   A noiseless, c. gen., ἀ. κωκυμάτων without sound of... S.Aj.321.

German (Pape)

[Seite 421] geräuschlos, still, ὀξέων κωκυμάτων, ohne lauter Wehklagen Geräusch, Soph. Ai. 314.

Greek (Liddell-Scott)

ἀψόφητος: -ον, (ψοφέω) ἀθόρυβος· μετὰ γεν., ἀψ. κωκυμάτων, ἄνευ θορύβου κωκυμάτων, Σοφ. Αἴ. 321. πρβλ. ἄπεπλος, ἄσκευος, ἄχαλκος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans bruit.
Étymologie: ἀ, ψοφέω.

Spanish (DGE)

-ον
silencioso ἐμὲ δ' ἀψόφητον εἴη βιοτὰν ἄσημον ἕλκειν Synes.Hymn.9.29, cf. Hsch.
c. gen. ὁ δὲ ... ἀ. ὀξέων κωκυμάτων ὑπεστέναζε S.Ai.321.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀψόφητος, -ον)
νεοελλ.
1. (περιφρονητικά) αυτός που δεν πέθανε ακόμη
2. αυτός που πεθαίνει δύσκολα («αψόφητη γάτα»)
αρχ.
αθόρυβος, ήσυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. αψόφητος < α- στερ. + ψοφώ «κάνω θόρυβο, κρότο» — το νεοελλ. αψόφητος < α- στερ. + ψοφώ «πεθαίνω»].

Greek Monotonic

ἀψόφητος: -ον (ψοφέω), αθόρυβος· με γεν., ἀψόφητος κωκυμάτων, αυτός που δεν βγάζει θρηνώδη ήχο, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀψόφητος: бесшумный, беззвучный: ἀ. ὀξέων κωκυμάτων Soph. без громких воплей.

Middle Liddell

ψοφέω
noiseless; c. gen., ἀψ. κωκυμάτων without sound of wailings, Soph.