ἐπιρρώομαι

From LSJ
Revision as of 19:40, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιρρώομαι Medium diacritics: ἐπιρρώομαι Low diacritics: επιρρώομαι Capitals: ΕΠΙΡΡΩΟΜΑΙ
Transliteration A: epirrṓomai Transliteration B: epirrōomai Transliteration C: epirroomai Beta Code: e)pirrw/omai

English (LSJ)

old Ep. pres.: aor.1 Med. ἐπερρώσαντο:—

   A apply one's strength to a thing, work lustily at it, c. dat., [μύλαις] δώδεκα πᾶσαι ἐπερρώοντο γυναῖκες worked with might and main at the mill, Od.20.107; ἐπερρώοντ' ἐλάτῃσι A.R.2.661.    2. move nimbly, ποσσὶν ἐπερρώσαντο Hes.Th.8, cf. A.R.1.385 (tm.): c. acc. cogn., ἐπίρρωσαι δὲ χορείην urge the rapid dance, AP9.403 (Maec.).    3. follow rapidly, ἐπερρώοντο τιθήνῃ Coluth.101.    II. flow or stream upon (one's head), χαῖται ἐπερρώσαντο ἄνακτος κρατὸς ἀπ' ἀθανάτοιο his locks flowed waving from his head, Il.1.529; πλοχμοὶ . . ἐπερρώοντο κιόντι A.R.2.677.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρρώομαι: παλαιὸς Ἐπικ. ἐνεστ.: Μέσ. ἀόρ. α΄ ἐπερρώσαντο: - χύνομαι ἐπάνωθεν, ἐπὶ τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς, ἀμβρόσιαι δ’ ἄρα χαῖται ἐπερρώσαντο ἄνακτος κρατὸς ἀπ’ ἀθανάτοιο, οἱ δὲ θεῖαι τρίχες τῆς κόμης ἐχύθησαν κυματίζουσαι ἐκ τῆς ἀθανάτου κεφαλῆς τοῦ ἄνακτος, Ἰλ. Α. 529· πλοχμοί... ἐπερρώοντο κιόντι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 677. 2) κινοῦμαι ἐλαφρῶς, ποσσὶν ἐπερρώσαντο, κατὰ τὸν Σχολιαστ. «ἐπιτεταμένως καὶ ἐρρωμένως καὶ ἐντόνως ἐχόρευσαν» Ἡσ. Θ. 8, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 385· μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἐπίρρωσαι δὲ χορείην, κάμε τὸν χορὸν ζωηρότερον, γοργότερον, Ἀνθ. Π. 9. 403. 3) ἀκολουθῶ ταχέως, ἐπερρώοντο τιθήνῃ Κολοῦθ. 100. ΙΙ. καταβάλλω πᾶσαν τὴν δύναμίν μου εἴς τι, ἐργάζομαι μετὰ προθυμίας, μετὰ δοτ., ἔνθ’ ἅρα οἱ μύλαι εἵατο ποιμένι λαῶν· τῇσιν δώδεκα πᾶσαι ἐπερρώοντο γυναῖκες, εἰργάζοντο πάσῃ δυνάμει, Ὀδ. Υ. 107· ὁμῶς δ’ ἐπὶ ἤματι νύκτα νήνεμον ἀκαμάτῃσιν ἐπερρώοντ’ ἐλάτῃσιν, ὡς τὸ Λατ. incumbere remis, ἡμέραν καὶ νύκτα ὁμοίως ἐν νηνεμίᾳ ἐκωπηλάτουν ἐντόνως, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 661. Πρβλ. ῥώομαι.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐπερρωόμην;
s’agiter vivement, se démener : μύλαις δώδεκα ἐπερρώοντο γυναῖκες OD douze femmes travaillaient activement aux meules ; en parl. de cheveux flotter : κρατὸς ἀπ’ ἀθανάτοιο IL tomber en flottant de la tête du dieu.
Étymologie: ἐπί, ῥώννυμι.

English (Autenrieth)

see ῥώομαι, ipf. ἐπερρώοντο, plied their toil at the milis, Od. 20.107; aor. ἐπερρώσαντο, flowed down; χαῖται, Il. 1.529.

Greek Monolingual

ἐπιρρώομαι (αρχ. επικ. ενεστ. αντί ἐπιρρώνυμαι) (Α) ρώομαι
1. βάζω όλες μου τις δυνάμεις, εργάζομαι εντατικά («μύλαι εἵατο..., τῇσιν... ἐπερρώοντο γυναῑκες ἄλφιτα τεύχουσαι», Ομ. Οδ.)
2. (για κωπηλάτες) κωπηλατώ με όλες τις δυνάμεις μου
3. (με δοτ. προσ.) ακολουθώ με ζήλο
4. (για μαλλιά) χύνομαι κυματίζοντας («ἀμβρόσιαι δ’ ἄρα χαῑται ἐπερρώσαντο ἄνακτος κρατὸς ἀπ’ ἀθανάτοιο», Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

ἐπιρρώομαι: αόρ. αʹ -ερρωσάμην·
I. 1. Μέσ., χύνομαι ή ξεχύνομαι επάνω, χαῖται ἐπερρώσαντο ἀπὸ κρατός, οι μπούκλες ξεχύθηκαν κυματίζοντας επάνω στο κεφάλι του, σε Ομήρ. Ιλ.
2. κινούμαι ελαφρώς, σε Ησίοδ.· με σύστ. αντ., ἐπίρρωσαι χορείην, κάνε τον χορό ζωηρότερο, πιο γρήγορο, σε Ανθ.
II. βάζω όλη μου τη δύναμη, τα δυνατά μου σε κάτι, εργάζομαι με προθυμία για έναν σκοπό, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιρρώομαι: быстро шевелиться, двигаться: ποσσὶν ἐ. Hes. кружиться в пляске; ἐ. χορείην Anth. быстро и мерно перебирать ногами (в давильне); χαῖται ἐπερρώσαντο κρατὸς ἀπ᾽ ἀθανάτοιο Hom. при этом колыхнулись кудри на бессмертной главе (Зевса); τῇσιν ἐπερρώοντο γυναῖκες Hom. на этих (мельницах) деятельно трудились (точнее суетились) женщины.

Middle Liddell

aor1 -ερρωσάμην
I. Mid. to flow or stream upon, χαῖται ἐπερρώσαντο ἀπὸ κρατός his locks flowed waving from his head, Il.
2. to move nimbly, Hes.: c. acc. cogn., ἐπίρρωσαι χορείην urge the rapid dance, Anth.
II. to apply one's strength to a thing, work lustily at it, c. dat., Od.