βεβηλόω

From LSJ
Revision as of 14:45, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βεβηλόω Medium diacritics: βεβηλόω Low diacritics: βεβηλόω Capitals: ΒΕΒΗΛΟΩ
Transliteration A: bebēlóō Transliteration B: bebēloō Transliteration C: veviloo Beta Code: bebhlo/w

English (LSJ)

   A profane, τὸ σάββατον LXX Ex.31.14, Ev.Matt.12.5; τὰ ἀνθρώπινα Jul.Or.7.228d.    2 pollute, defile, τινά LXX Le.21.9, Hld.2.25.

German (Pape)

[Seite 440] entheiligen, entweihen, Hel.; VLL.

Greek (Liddell-Scott)

βεβηλόω: καταπατῶ, καταλύω, ἀθετῶ, τὸ σάββατον Ἑβδ. (Ἐξοδ. λαʹ, 14), Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιβʹ, 5. 2) μιαίνω, μολύνω, τινὰ Ἑβδ. (Λευ. καʹ, 9), Ἡλιόδ. 2. 25.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 profaner (un temple);
2 souiller;
3 exclure (d’un lieu saint) comme profane.
Étymologie: βέβηλος.

Spanish (DGE)

1 profanar c. ac. de abstr. o de lugares ὁ βεβηλῶν αὐτό (τὸ σάββατον) LXX Ex.31.14, cf. Eu.Matt.12.5, τὸ ὄνομα τὸ ἅγιον LXX Le.18.21, τὰ δῶρα τοῦ θεοῦ ἐν ἀνομίαις LXX Psalm.Salom.2.3, ἱερὰ καὶ τεμένη θεῶν Hld.2.25.3, cf. 10.36.3, en v. pas. τὰ ἅγιά σου καταπεπάτηνται καὶ βεβήλωνται tu santuario está hollado y profanado LXX 1Ma.3.51, βεβηλουμένων ὁμοῦ τοῖς θείοις τῶν ἀνθρωπίνων profanadas las leyes humanas así como las divinas Iul.Or.7.228c, ἵνα μὴ βεβηλωθῇ τὸ ὄνομα αὐτοῦ παρ' αὐτοῖς Iust.Phil.Dial.21.1, cf. LXX Ps.9.26, Cyr.Al.M.69.781A, Hsch.
2 deshonrar c. ac. de pers. ἐβεβήλουν με πρὸς τὸν λαόν μου me deshonraron ante mi pueblo LXX Ez.13.19, en v. pas. θυγάτηρ ἀνθρώπου ἱερέως ἐὰν βεβηλωθῇ τοῦ ἐκπορνεῦσαι LXX Le.21.9.

English (Abbott-Smith)

βεβηλόω, -ῶ (< βέβηλος), [in LXX chiefly for חלל;]
to profane: τ. σάββατον, Mt 12:5; τ. ἱερόν, Ac 24:6 (Cremer, 141).†SYN.: κοινόω, q.v.

English (Strong)

from βέβηλος; to desecrate: profane.

English (Thayer)

βεβηλῶ; 1st aorist ἐβεβήλωσα; (βέβηλος); to profane, desecrate: τό σάββατον, τά ἱερόν, Sept. for חִלֵּל; Heliodorus 2,25.)

Greek Monotonic

βεβηλόω: μέλ. -ώσω, βλασφημώ, βεβηλώνω, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

βεβηλόω: осквернять NT.

Middle Liddell

[from βέβηλος
to profane, NTest.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βεβηλόω βέβηλος christ. ontwijden, ontheiligen.

Chinese

原文音譯:bebhlÒw 卑-卑羅哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:(行)步 相當於: (חָלַל‎)
字義溯源:褻瀆,犯,污穢,當作世俗;源自 (βέβηλος)=易受引誘的;由 (βάσις)=腳步) 與 (Βηθφαγή)X*=門口,開端) 組成;而 (βάσις)出自 (βαθύς)X*=行走
出現次數:總共(2);太(1);徒(1)
譯字彙編
1) 污穢(1) 徒24:6;
2) 犯了(1) 太12:5