καταγυμνάζω

From LSJ
Revision as of 19:10, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταγυμνάζω Medium diacritics: καταγυμνάζω Low diacritics: καταγυμνάζω Capitals: ΚΑΤΑΓΥΜΝΑΖΩ
Transliteration A: katagymnázō Transliteration B: katagymnazō Transliteration C: katagymnazo Beta Code: katagumna/zw

English (LSJ)

   A train, discipline, τὰ σώματα Luc.Anach.24; πολλὰ κ. τινά Id.Merc.Cond.42: c. inf., τοὺς νέους ἀντέχειν καταγυμνάζωσιν Id.Nigr.27.    II Med., squander in gymnastic exercises and games, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1343] sehr üben, durch Uebung gewöhnen; ἢν πολλαῖς ἀνάγκαις καὶ πόνοις τοὺς νέους ἀντέχειν καταγυμνάσωσιν Luc. Nigr. 27, vgl. Tim. 36; τὰ σώματα de gymn. 24. – Bei Hesych. wird das med. erkl. ἐπὶ γυμνασίαν ἀναλῶσαι, auf gymnastische Spiele verwenden.

Greek (Liddell-Scott)

καταγυμνάζω: μέλλ. -άσω, γυμνάζω, ἐξασκῶ πολύ, τὰ σώματα Λουκ. Ἀνάχ. 24· πολλὰ κ. τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Μισθ. Συνόντ. 42· μετ᾿ ἀπαρ., ἢν πολλαῖς ἀνάγκαις καὶ πόνοις τοὺς νέους ἀντέχειν καταγυμνάζωσιν ὁ αὐτ. ἐν Νιγρ. 27. ΙΙ. Μεσ., σπαταλῶ εἰς γυμναστικὰς ἀσκήσεις, εἰς ἀγῶνας, «κατεγυμνάσατο· ἐπὶ γυμνασίαν ἀνάλωσεν» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

former par l’exercice.
Étymologie: κατά, γυμνάζω.

Greek Monolingual

καταγυμνάζω (Α)
1. γυμνάζω πολύ, εξασκώ αδιάκοπα («τὰ δὲ δὴ σώματα... καταγυμνάζομεν», Λουκιαν.)
2. μέσ. καταγυμνάζομαι
σπαταλώ σε γυμναστικούς αγώνες.

Greek Monotonic

καταγυμνάζω: γυμνάζω πολύ, πειθαρχώ μέσω των γυμνασμάτων, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

καταγυμνάζω:
1) деятельно упражнять, развивать упражнением (τὰ σώματα Luc.);
2) закалять: πολλαῖς ἀνάγκαις καὶ πόνοις τοὺς νέους ἀντέχειν κ. Luc. приучать молодых людей к перенесению тягот и лишений.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-γυμνάζω trainen, met acc. v. pers.

Middle Liddell


to exercise much, discipline, Luc.