παμφαής

From LSJ
Revision as of 18:37, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1-$2, $3")

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παμφᾰής Medium diacritics: παμφαής Low diacritics: παμφαής Capitals: ΠΑΜΦΑΗΣ
Transliteration A: pamphaḗs Transliteration B: pamphaēs Transliteration C: pamfais Beta Code: pamfah/s

English (LSJ)

ές,

   A all-shining, radiant, of fire, S.Ph.728 (lyr.) E.Tr. 548 (lyr.); of the sun, Id.Med.1251 (lyr.), cf. Ar.Av.1709, IG12(5).891.3 (Tenos), etc.; of honey, bright, pure, A.Pers.612.

German (Pape)

[Seite 454] ές, ganz klar, hell; μέλι, Aesch. Pers. 604; θείῳ πυρὶ παμφαής, von Herakles, Soph. Phil. 718; ἀκτὶς ἀελίου, Eur. Med. 1251; σέλας πυρός, Troad. 548; ἀστήρ, Ar. Av. 1706; sp. D. Auch in Prosa, ἥλιος, Arist. mund. 6 u. Sp., hellstrahlend.

Greek (Liddell-Scott)

παμφαής: -ές, ὅλος λάμπων, φεγγοβολῶν, λαμπρός, ἐπὶ τοῦ πυρός, Σοφ. Φ. 712, Εὐρ. Τρῳ. 548· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1251, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1709, κτλ.· ἐπὶ μέλιτος, λαμπρός, καθαρός, Αἰσχύλ. Πέρσ. 612. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παμφαές· φαιδρότατον, πάντα φωτίζον».

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tout brillant.
Étymologie: πᾶν, φάος.

Spanish

brillante, resplandeciente

Greek Monolingual

παμφαής, -ές (ΑΜ)
αυτός που λάμπει πολύ, λαμπρότατος, ολόλαμπρος («ἰὼ Γᾱ τε καὶ παμφαὴς ἀκτὶς Ἀελίου», Ευρ.)
αρχ.
καθαρός, διαυγής, ξάστερος («τῆς τ' ἀνθεμουργοῡ στάγμα, παμφαὲς μέλι», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -φαής (< φάος), πρβλ. λευκο-φαής].

Greek Monotonic

παμφαής: -ές (φάος), ολόλαμπρος, πανέξυπνος, ιδιοφυής, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για μέλι, καθαρό, αγνό, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

παμφᾰής:
1) ослепительно яркий (θεῖος πῦρ Soph.; ἀκτὶς ἀελίου Eur.; ἀστήρ Arph.; ἥλιος Arst.);
2) совершенно светлый, прозрачный (μέλι Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παμφαής -ές [πᾶς, φάος] allesverlichtend, helder stralend (van licht en vlammen):. παμφαὲς μέλι helder glanzende honing Aeschl. Pers. 612.

Middle Liddell

παμ-φαής, ές φάος
all-shining, all-brilliant, radiant, Soph., Eur., etc.; of honey, bright, pure, Aesch.