ἀπόφασις
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
English (LSJ)
(A), εως, ἡ, (ἀπόφημι)
A denial, negation, opp. κατάφασις, Pl.Sph.263e; ἀ. ἐστιν ἀπόφανσίς τινος ἀπό τινος a predication of one thing away from another, i.e. negation of it, Arist.Int.17a25, cf.APo. 72a14; ἀ. τινός negation, exclusion of a thing, Pl.Cra.426d; δύο ἀ. μίαν κατάφασιν ἀποτελοῦσι Luc.Gall.11. II negative particle, e.g. οὐ, A.D.Adv.124.8, al.; sign of negation, Stoic.2.52 (pl.).
ἀπόφᾰσις (B), εως, ἡ, (ἀποφαίνω)
A = ἀπόφανσις, sentence, decision, of an arbitrator's award, διαίτης D.47.45, cf. 33.21; κατά τινος, of an Amphictyonic decree, D.S.16.24; ἀ. ἔγγραφος OGI335.72 (Pergam.); of an emperor, PTeb.286.11 (ii A.D., pl.). 2 catalogue, inventory, ἀ. δοῦναι D.42.1,14. 3 = ἀπόφανσις, assertion, judgement, Arist.Rh. 1365b27, Epicur.Ep.3p.60U., Phld.Ir.p.75 W., Plb.1.14.8 (pl.), al.; περί τινος Plu.Comp.Sol.Publ.1, cf. Str.2.1.19; καταληπτικὴ ἀ. S.E. P.2.123. b answer, Plb.22.13.7; πρὸς τὰ κατηγορούμενα Id.24.2.5. 4 oracle, Jul.Ep.89. 5 = φάσμα, appearance, image, sc. τοῦ ἡλίου, Diog.Oen.8.
German (Pape)
[Seite 334] ἡ, 1) Verneinung (ἀπόφημι), Ggstz φάσις Plat. Soph. 263 e; vgl. Arist. de interpr. 6. – 2) (ἀποφαίνω) Anzeige, bes. die vom Areopag ausgehende Anzeige von gefährlichen Bürgern, Din. 1, 1 u. 50 ff.; ἀπόφασιν ποιεῖσθαι Dem. 33, 21; ἡ ἀπ. τῆς δίκης ἦν 47, 45; ἀπόφασιν τῆς οὐσίας δοῦναι, eine Erklärung über, Verzeichniß des Vermögens, 42, 1. – 3) (von ἀποφαίνομαι) γνώμης, was auch fehlt, Erklärung seiner Meinung, ἡ ὑφ' ἡμῶν λεγομένη ἀπόφ. Pol. 6, 12; ἀπόφασιν ποιεῖσθαι 6, 9; περί τινος 4, 8; auch = Antwort, πρός τινα 4, 24. 24, 2; δοῦναι ἀπόφασιν περί τινος 29, 11. 31, 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόφᾰσις: (Α), εως, ἡ (ἀπόφημι) ἄρνησις, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ κατάφασις, Πλάτ. Σοφ. 263E· ἀπόφασίς ἐστιν ἀπόφανσίς τινος ἀπό τινος, Ἀριστ. π. Ἑρμην. 6. 1, πρβλ. Α. Ὕστ. 1. 2, 6· ἀπ. τινός, ἄρνησις, ἀπόκλεισις πράγματός τινος, Πλάτ. Κρατ. 426D.
French (Bailly abrégé)
1εως (ἡ) :
1 négation;
2 t. de gramm. phrase négative.
Étymologie: ἀπόφημι.
Ant. κατάφασις.
2εως (ἡ) :
déclaration.
Étymologie: ἀποφαίνω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 negación φάσιν τε καὶ ἀ. Pl.Sph.263e, cf. 257b, ἀλήθεια ἕζις ἐν καταφάσει καὶ ἀ. Pl.Def.413c, ἀ. δὲ τὸ μὴ εἶναι Arist.Metaph.1012a16, ἀ. δέ ἐστιν ἀπόφανσις τινὸς ἀπὸ τινός una negación es un enunciado que niega algo de algo Arist.Int.17a25
•como op. κατάφασις: ἔσται κατάφασις ἢ ἀπόφασις ἐάν τι προστεθῇ Arist.Int.16b29, cf. 17a9
•en def. como negación de algo ἡ δὲ στάσις ἀπόφασις τοῦ ἰέναι Pl.Cra.426d, αἱ δύο ἀποφάσεις μίαν κατάφασιν ἀποτελοῦσιν Luc.Gall.11, κατὰ ... ἀπόφασιν, ὧν οὐκ ἔστιν ... προσηγόρευται (sc. ἡ τῶν ἀσωμάτων προσηγορία) Porph.Sent.19
•en lat. apophasis op. cataphasis, negación Isid.Etym.2.27.3, cf. Fortunat.Rh.82.5
•crist. como sistema para referirse a los atributos de Dios αἱ μὲν ἀποφάσεις ἐπὶ τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δὲ καταφάσεις ἀνάρμοστοι Dion.Ar.CH M.3.141A.
2 en sent. gramatical partícula negativa, negación ἡ οὒ ἀπόφασις A.D.Adu.124.8, ἡ ‘οὐκ’ ἀ. Origenes Fr.59 in Ier.p.227.16
•en plu. signo de negación ref. a las partíc. ἀ- y ἀν- Chrysipp.Stoic.2.52.
-εως, ἡ
I aparición (τοῦ ἡλίου) Diog.Oen.22.2.8.
II 1inventario, relación τῆς οὐσίας D.42.1, δημηγοριῶν Plb.29.12.9
•respuesta ἀ. ... δοῦναι περὶ τῶν γεγραμμένων Plb.29.27.5, πρὸς ἕκαστον τῶν κατηγορουμένων Plb.23.2.5, cf. Didym.M.39.1404B
•afirmación, juicio, opinión ὑπὲρ θεῶν Epicur.Ep.[4] 124, τὴν ἀτελὴν ἀπόφασιν Epicur.Fr.[26] 11.2, 10, καταπληκτικὴ ἀ. S.E.P.2.123, αἱ σκεπτικαὶ ἀποφάσεις S.E.P.1.5, ref. a unos versos τῶν λόγων ἀποφάσεις Plu.2.19d, cf. 21d
•opinión científica ὑπὲρ αὐτῶν ἀπόφασιν ποιήσασθαι Archim.Sph.Cyl.proem.1
•de Apolo oráculo Iul.Ep.89b, 297c.
2 jur. sentencia τῆς δίκης D.47.45, cf. 33.21, τῆς κρίσεως Ptol.Iudic.6.21, cf. IG 9(2).522.31 (Larisa III/II a.C.), IM 93c5 (II a.C.), IG 9(1).61.8 (Dáulide II d.C.), τῶν δικαστῶν D.C.46.6.3, ἡγουμένου Θηβαΐδος POxy.2665.14 (IV d.C.), τῶν ψήφων Lyd.Mag.3.11, cf. SEG 18.727.9 (Cirene II a.C.), de un decreto anfictiónico, D.S.16.24, del Areópago, Din.1.1, 48, del veredicto de un emperador PTeb.286.11 (II a.C.), τῆς ἀποφάσεως ... ἀπόγραφον copia de la sentencia, IG 7.2870.13 (II d.C.), βασιλέως PAnt.191.10 (III d.C.), cf. anón. en POxy.2944.5
•crist. τοῦ θεοῦ Meth.Symp.2.1.
Greek Monolingual
ἀπόφασις, η (Α) απόφημι
άρνηση.
Greek Monotonic
ἀπόφᾰσις: (Α), -εως, ἡ (ἀπόφημι), άρνηση, απόρριψη, αντίθ. προς το κατάφασις, σε Πλάτ.
• ἀπόφᾰσις: (Β), -εως, ἡ (ἀποφαίνω)·
I. κρίση, απόφαση του δικαστηρίου, σε Δημ.
II. κατάλογος, καταγραφή, απογραφή, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόφᾰσις: εως ἡ ἀποφαίνω
1) заявление, утверждение, тж. мнение, высказывание (ὑπό τινος λεγομένη Polyb.; ἀποφάσεις καὶ δόξαι Plut.);
2) судебное решение, приговор (τῆς δίκης Dem.);
3) инвентарная опись (τῆς οὐσίας Dem.);
4) ответ (ἀπόφασιν δοῦναι περί τινος Polyb.).
εως ἡ ἀπόφημι отрицание, отрицательное положение Plat., Arst., Plut.
Middle Liddell
1 ἀπόφημι
a denial, negation, opp. to κατάφασις, Plat.
2 ἀποφαίνω
I. a sentence, decision of a court, Dem.
II. a list, inventory, Dem.