καθείργνυμι

From LSJ
Revision as of 21:10, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθείργνῡμι Medium diacritics: καθείργνυμι Low diacritics: καθείργνυμι Capitals: ΚΑΘΕΙΡΓΝΥΜΙ
Transliteration A: katheírgnymi Transliteration B: katheirgnymi Transliteration C: katheirgnymi Beta Code: kaqei/rgnumi

English (LSJ)

and in Luc.Am.39 καθείργω (= κατείργω, q.v.): aor. 1

   A καθεῖρξα E.Ba.618 (troch.), etc.:—shut in, confine, usu. of animals or persons, κατὰ συφεοῖσιν ἐέργνυ Od.10.238; οὗ καθεῖρξ' ἡμᾶς E.Ba.l.c.; τὸν πατέρα… ἔνδον καθείρξας Ar.V.70, cf. Cratin.72, Lys. Fr.75.4, Pl.Tht.197e; κηρίνοις πλάσμασι κ. ib.200c; ἐν τῷ σταυρώματι X.HG3.2.3; ἐν οἰκίσκῳ D.18.97.    2 rarely of things, καθεῖρξαι χρυσὸν ἐν δόμοις Anan.3; τὴν σελήνην… ἐς λοφεῖον Ar.Nu.751; τὴν μακρολογίαν κ. confine it within bounds, Pl.Grg.461d.

German (Pape)

[Seite 1282] (s. εἵργνυμι u. vgl. κατείργω), einschließen, einsperren; οὐ καθεῖρξ' ἡμᾶς Eur. Bacch. 618; εἰς τὸν καλιὸν καθείργνυται Cratin. bei Poll. 10, 160; καθείργνυσι τὴν τοῦ πυρὸς δύναμιν Plat. Tim. 45 e; κηρίνοις πλάσμασι καθείρξας Theaet. 200 b; εἰς τὸν περίβολον 197 e; οἱ ἐν τῇ πόλει καθείρξαντες ὑμᾶς Dem. 3, 31; καθειργμένοι ἐν τῷ σταυρώματι Xen. Hell. 3, 2, 3; εἰς οἴκημα Plut. Lyc. 26; οἱ ἐπὶ θανάτῳ καθειργνύμενοι S. N. V. 10.

French (Bailly abrégé)

impf. καθείργνυον, f. καθείρξω, ao. καθεῖρξα, Pass. part. pf. καθειργμένος;
enfermer, emprisonner.
Étymologie: κατά, εἵργνυμι.

Greek Monolingual

καθείργνυμι (AM)
βλ. καθειργνύω.

Greek Monotonic

καθείργνῡμι: Ιων. κατ-· αόρ. αʹ καθεῖρξα· εγκλείω, κλείνω μέσα, περικλείω, εσωκλείω, περιορίζω, φυλακίζω, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθείργνῡμι: ион. κᾰτείργνῡμι (impf. κᾰθείργνυν, fut. καθείρξω, aor. καθεῖρξα; part. pf. pass. καθειργμένος)
1) запирать, заключать (τινά συφεοῖσιν Hom. - in tmesi; ἐν τῷ σταυρώματι Xen.; ἐς λοφεῖον Arph.; εἰς τὸν περίβολον Plat.; ἐν τῇ πόλει τινάς Dem.; εἰς τὴν σκηνήν τινα Plut.): κ. τινὰ ἐς μέσα τὰ φρύγανα Her. обложить кого-л. хворостом (для сожжения); οἱ ἐπὶ θανάτῳ καθειργνύμενοι Plut. осужденные на смерть узники; κ. ἑαυτὸν εἰς τὴν κακίαν Plut. целиком предаться пороку;
2) вводить в надлежащие рамки, ограничивать (τὴν μακρολογίαν Plat.).

Middle Liddell

ionic κατ- aor1 καθεῖρξα
to shut in, enclose, confine, imprison, Od., Hdt., attic