ἐκτελής
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
English (LSJ)
ές, (τέλος)
A brought to an end, perfect, ἀγάθ' ἐκτελῆ γενέσθαι A.Pers.218; of corn, ripe, Hes.Op.466; also of persons, ἤδη πεφυκότ' ἐκτελῆ νεανίαν E.Ion780, cf. A.Ag.105 (lyr., s. v.l.). Adv. -λῶς in full, completely, BGU1116.9 (i B. C.).
German (Pape)
[Seite 780] ές, vollendet; ἀγαθά, ἄνδρες, Aesch. Pers. 214 Ag. 105; νεανίας, vollständig ausgewachsen, Eur. Ion 780; reif, Δημήτερος ἀκτή Hes. O. 464.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτελής: -ές, (τέλος) ἐντελής, τέλειος, ἀγαθὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 218· ἐπὶ σιτηρῶν, ὥριμος, ἀκτὴ Δημήτερος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 464· ὡσαύτως ἐπὶ προσώπων, ἤδη πεφυκότ’ ἐκτελῆ νεανίαν Εὐρ. Ἴων 780· πρβλ. τὴν λέξιν ἐντελὴς ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
achevé, accompli, parfait.
Étymologie: ἐκ, τέλος.
Spanish (DGE)
-ές
I perfecto, completo, llegado a su desarrollode la espiga εὔχεσθαι ... ἐκτελέα βρίθειν Δημήτερος ἱερόν ἀκτήν Hes.Op.466
•de pers. cumplido, hecho y derecho ἄνδρες A.A.105, πεφυκότ' ἐκτελῆ νεανίαν E.Io 780
•de abstr. cumplido αἰτοῦ (a los dioses) ... τὰ δ' ἀγάθ' ἐκτελῆ γενέσθαι σοί A.Pers.218.
II adv. -ῶς completamente, por completo de un pago ὃν (φόρον) διορθώσεται ... ἐ. dud. en BGU 1116.10 (I a.C.).
Greek Monolingual
ἐκτελής, -ές (Α)
1. τέλειος, τελειωμένος («τὰ δ' ἀγάθ' ἐκτελῆ γενέσθαι», Αισχ.)
2. α) (για σιτηρά) ώριμος
(«εὔχεσθαι δὲ ἐκτελέα βρίθειν Δημήτερος ἱερὸν ἀκτήν», Ησίοδ.)
β) (για πρόσ.) «ἤδη πεφυκότ' ἐκτελῆ νεανίαν» — που είναι πλέον ώριμος νέος, Ευριπ.).
Greek Monotonic
ἐκτελής: -ές (τέλος), αυτός που έχει ολοκληρωθεί, ο τέλειος, σε Αισχύλ.· λέγεται για σιτάρι, ώριμος, μεστός, σε Ησίοδ.· λέγεται για πρόσωπα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκτελής:
1) совершенный, законченный (ἀγαθά Aesch.);
2) зрелый, взрослый (νεανίας Eur.);
3) созревший, спелый (Δημήτερος ἀκτή Hes.).
Middle Liddell
ἐκ-τελής, ές τέλος
brought to an end, perfect, Aesch.; of corn, ripe, Hes.; of persons, Eur.