εἰλεός

From LSJ
Revision as of 16:30, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰλεός Medium diacritics: εἰλεός Low diacritics: ειλεός Capitals: ΕΙΛΕΟΣ
Transliteration A: eileós Transliteration B: eileos Transliteration C: eileos Beta Code: ei)leo/s

English (LSJ)

or ἰλεός, ὁ, (εἰλέω)

   A intestinal obstruction, Hp.Aph.3.22, Aret. SA2.6, v. l. (-ειοῖο) in Nic.Al.597, etc.; distd. fr. χορδαψός, Diocl.Fr. 73; of other diseases, as nephritis, Hp.Int.44; εἰ. ἰκτερώδης jaundice, ib.45; εἰ. αἱματίτης scurvy, ib.46, cf. Lyc. ap. Orib.8.28.1, etc.; staggers, Arist.HA604a30.    II lurking-place, den, hole, εἰλεόν, οὐκ οἴκησιν Theoc.15.9.    III = ἐλεός, butcher's block, Eust.749.7.    IV a kind of vine, Hippys 7.

Greek (Liddell-Scott)

εἰλεός: ἢ ἰλεός, ὁ, (εἰλέω) νόσος δεινὴ τῶν ἐντέρων, προερχομένη ἐκ περιπλοκῆς αὐτῶν, Λατ. ileus volvulus, Ἱππ. Ἀφ. 1248, κτλ. πρβλ. στρόφος. ΙΙ. φωλεὸς θηρίου, «τρῦπα», εἰλεόν, οὐκ οἴκησιν Θεόκρ. 15. 9· ἴδε εἰλυός. ΙΙΙ. = ἐλεός, μαγειρικὴ τράπεζα, Εὐστ. 749. 7. IV. εἶδος οἴνου, Ἀθήν. 31Β.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
trou de serpents (retraite où s’enroule l’animal).
Étymologie: εἴλω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 medic. íleo n. aplicado a diferentes tipos de cólicos agudos, en plu., Hp.Aph.3.22, Int.44, Lycus en Orib.8.28.1
en los caballos, Arist.HA 604a30, εἰ. ἰκτεριώδης íleo ictérico Hp.Int.45, εἰ. αἱματίτης íleo sanguíneo Hp.Int.46
inflamación intestinal Aret.SA 2.6.1, Diocl.Fr.73, Gal.7.69, 10.82.
2 bot., un tipo de vid Hippys 4.
3 v. 1 ἐλεός.

Greek Monolingual

και ιλεός, ο (AM εἰλεός και ἰλεός)
1. το κατώτατο τμήμα του λεπτού εντέρου
2. διακοπή της κυκλοφορίας του εντερικού περιεχομένου που προκαλείται από αποφρακτική συστροφή του εντέρου
αρχ.
1. φωλιά, τρύπα άγριου ζώου
2. ελεός, τραπέζι του μάγειρα
3. είδος κρασιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ειλεός «στροφή», η ύπαρξη του οποίου επιβεβαιώνεται από τη γλώσσα του Ησυχίου «ειλεός
η του θηρίου κατάδυσις και στρόφος», όσο και ο παράλληλος τ. ιλεός, του οποίου το αρχικό ι οφείλεται είτε σε επίδραση του ίλλω (πρβλ. είλιγγος-, ίλιγγος) είτε σε ιωτακισμό, συνδέονται με το ειλώ (2). Με τη σημασία «φωλιά ζώου» η λ. συνδέεται με το ειλύω (πρβλ. ειλυθμός, ειλυός, πιθ. μεταπλασμένος τ. του ειλεός). Στο ειλεός απαντά επίθημα -εός (πρβλ. κολεός, φωλεός)].

Greek Monotonic

εἰλεός: ὁ (εἰλέω), κρύπτη, φωλιά άγριου ζώου, τρύπα, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

εἰλεός: и ἰλεός, тж. εἰλυός ὁ нора Theocr.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: 1. as medic. expression intestinal obstruction, Bauchgrimmen (Hp.; Lat. īleus); rarely 2. name of a vine (Hippys Rheg. [Va?]); 3. den, hole of animals, esp. of snakes (Theoc. 15, 9, Ark., Poll.).
Other forms: ἰλεός
Derivatives: from 1.: εἰλεώδης relating to intestinal obstruction (Hp.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [1141] *u̯elu̯- turn, wind, cover, protect
Etymology: Formation like φωλεός, κολεός etc. (Chantr. Form. 51). Original meaning winding (cf. H.: εἰλεός ἡ τοῦ θηρίου κατάδυσις καὶ στρόφος), from εἰλέω roll, wind with diphthong (not *ἐ-Ϝελ-ε(Ϝ)ος), explains the meanings 1. and 2. Also the den can be combined with winding; but εἰλυός (A. R.) like synonymous εἰλυθμός is based on εἰλύω wind around, cover. - Cf. Solmsen Unt. 242ff.; -εός not phonet. from -υός. - Is -εος Pre-Greek? (cf. φωλεός).

Middle Liddell

εἰλεός, ὁ, εἰλέω
a lurking-place, den, hole, Theocr.

Frisk Etymology German

εἰλεός: (ἰλεός)
{eileós}
Grammar: m.
Meaning: 1. als mediz. Fachausdruck Darmverschlingung, Bauchgrimmen (Hp. usw.; lat. īleus); vereinzelt 2. Ben. eines Weinstocks (Hippys Rheg. [Va?]); 3. ‘Schlupfwinkel, Höhle der Tiere, insbes. der Schlangen’ (Theok. 15, 9, Ark., Poll.).
Etymology : Von 1. εἰλεώδης auf Darmverschlingung bezüglich (Hp. u. a.). Bildung wie φωλεός, κολεός usw. (Chantraine Formation 51). Eine ursprüngliche Bedeutung Windung (vgl. H.: εἰλεός·τοῦ θηρίου κατάδυσις καὶ στρόφος), von εἰλέω rollen, winden mit Beibehaltung des Diphthongs (nicht *ἐϝελε(ϝ)ος), erklärt ohne weiteres die Bedd. 1. und 2. Auch der Schlupfwinkel dürfte sich mit der Windung vertragen können; die in diesem Sinn vorliegende Form. εἰλυός (A. R., Kall., Nik.) geht indessen wie das synonyme εἰλυθμός von εἰλύω umwinden, umhüllen, bedecken aus oder ist davon beeinflußt; das synonyme φωλεός mag die Form εἰλεός begünstigt haben. — Vgl. Solmsen Unt. 242ff.; -εός nicht lautlich aus -υός mit Kalén Quaest. gramm. graecae 19.
Page 1,456