εὔοπλος

From LSJ
Revision as of 14:15, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔοπλος Medium diacritics: εὔοπλος Low diacritics: εύοπλος Capitals: ΕΥΟΠΛΟΣ
Transliteration A: eúoplos Transliteration B: euoplos Transliteration C: eyoplos Beta Code: eu)/oplos

English (LSJ)

ον, (ὅπλον)

   A well-armed, well-equipped, Ar.Ach.592; λόχος, πόλις, X. HG4.2.5 (Sup.), Hier.11.3; τῶν ζῴων τὰ ἄρρενα -ότερα Arist.HA538b4.    II (ὁπλή) with good hoofs, Poll.1.194.

German (Pape)

[Seite 1085] 1) mit guten Hufen, Poll. 1, 194. – 2) mit guten Waffen, gutbewaffnet; im obscönen Sinne Ar. Ach. 592; λόχος Xen. Hell. 4, 2, 5; πόλις Hier. 11, 3; εὐοπλότερα καὶ ἰσχυρότερα ζῷα Arist. H. A. 4, 11; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὔοπλος: -ον, καλῶς ὡπλισμένος, καλῶς παρεσκευασμένος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 592· λόχος, πόλις Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 5, Ἱέρ. 11, 3· τῶν ζῴων τὰ ἄρρενα εὐοπλότερα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 11, 11. ΙΙ. (ὁπλὴ) ἔχων καλὰς ὁπλάς. Πολυδ. Α΄, 194.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien armé;
Cp. εὐοπλότερος, Sp. εὐοπλότατος.
Étymologie: εὖ, ὅπλον.

Greek Monolingual

(I)
εὔοπλος, -ον (Α)
1. ο οπλισμένος καλά, ο εφοδιασμένος καλά («εὐοπλότατος λόχος», Ξεν.)
2. (για ζώα) αυτός που έχει εφοδιαστεί από τη φύση με ισχυρά όπλα («τῶν ζῴων τὰ ἄρρενα εὐοπλότερα», Αριστοτ.)
3. (ειδ. στην κωμ., για άνδρα) αυτός που έχει ισχυρό αιδοίοεὔοπλος γὰρ εἶ», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -οπλος (< όπλον), πρβλ. ά-οπλος, έν-οπλος].
(II)
εὔοπλος, -ον (Α)
αυτός που έχει καλές και ισχυρές οπλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οπλή].

Greek Monotonic

εὔοπλος: -ον (ὅπλον), πάνοπλος, καλά εξοπλισμένος, σε Αριστοφ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

εὔοπλος: хорошо вооруженный, оснащенный боевыми средствами (λόχος, πόλις Xen.) или средствами нападения или защиты (εὐοπλότερα τὰ ἄρρενα τῶν θηλέων Arst.).

Middle Liddell

εὔ-οπλος, ον ὅπλον
well-armed, well-equipt, Ar., Xen.

English (Woodhouse)

well-armed

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)