καινούργιος

From LSJ
Revision as of 22:11, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινούργιος Medium diacritics: καινούργιος Low diacritics: καινούργιος Capitals: ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΣ
Transliteration A: kainoúrgios Transliteration B: kainourgios Transliteration C: kainoyrgios Beta Code: kainou/rgios

English (LSJ)

α, ον,    A newly made, Sammelb. 7033.44 (V A. D.), Gloss.; Χύτρα Aët.8.6.

Greek (Liddell-Scott)

καινούργιος: -α, -ον, ὡς καὶ νῦν, καινούργιος, νέος, χύτρα Ἀέτ. 8. 6, σ. 150Β, 50, Νικήτ. Χρον. σ. 242D· ἰγδίον καινούργιον Ὀρνεοσόφ. σ. 205.

Greek Monolingual

και καινούριος, -α, -ο (AM καινούργιος, -ία, -ον)
1. νέος
2. αυτός που έχει κατασκευαστεί πρόσφατα, αμεταχείριστος («καινούργιο σπίτι»)
νεοελλ.
1. φρ. «τί καινούργια;» — τί νεώτερα;
2. παροιμ. «καινούργιο κοσκινάκι μου και πού να σέ κρεμάσω» — για ανθρώπους που δείχνουν εξαιρετική αγάπη και περιποίηση για κάτι καινούργιο που απέκτησαν
(νεοελ.-μσν.) αυτός που γίνεται γνωστός ή που εμφανίζεται για πρώτη φορά
μσν.
παράξενος, αλλόκοτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καιν-ουργός κατά τα ίσος> ίσιος, ορθός > όρθιος. Λόγω της ετυμολ. προελεύσεως της λ. ορθότερη είναι η γραφή με -γ-].