παραστρατοπεδεύω
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
A encamp beside or opposite to, τινι Plb.2.6.3 ; ἀλλήλοις D.H.2.41 : abs., Plb.3.17.4, Polyaen.5.2.10, etc. :—Med., c. dat., Chio Ep.3.1.
German (Pape)
[Seite 500] dabei das Lager aufschlagen, πόλει, Pol. 3, 17, 4, ἀλλήλοις, 3, 112, 6, τοῖς βεβοηθηκόσι, 2, 6, 3; D. Hal. 9, 24; Plut. Camill. 37 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
παραστρᾰτοπεδεύω: στρατοπεδεύω πλησίον ἢ ἀπέναντί τινος, τινὶ Πολύβ. 2. 6, 3., 3. 17, 4, κλ.· - μέσ., Χίωνος Ἐπιστ. 3 - Ἴδε Herwerden Ἐπιστολὴν Κριτικὴν ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 389.
French (Bailly abrégé)
camper auprès ou en face de, τινι;
Moy. παραστρατοπεδεύομαι m. sign.
Étymologie: παρά, στρατοπεδεύω.
Greek Monolingual
Α
στρατοπεδεύω κοντά ή απέναντι σε κάποιον («παρεστρατοπέδευσαν τοῑς βεβοηθηκόσι», Πολύβ.).
Greek Monotonic
παραστρᾰτοπεδεύω: κατασκηνώνω απέναντι, τινί, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
παραστρᾰτοπεδεύω: располагаться или стоять лагерем рядом (ἀλλήλοις, πόλει Polyb.; τινί Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-στρατοπεδεύω een kamp opslaan naast, met dat.