περιτείχισμα

From LSJ
Revision as of 18:15, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Sophocles, Antigone, 883
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιτείχισμα Medium diacritics: περιτείχισμα Low diacritics: περιτείχισμα Capitals: ΠΕΡΙΤΕΙΧΙΣΜΑ
Transliteration A: periteíchisma Transliteration B: periteichisma Transliteration C: periteichisma Beta Code: peritei/xisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A wall of circumvallation, blockading wall, Th.3.25,5.2, X.HG1.3.5.    2 surrounding wall of a precinct, SIG818.5 (Ephesus, i A. D.).

German (Pape)

[Seite 596] τό, der mit einer Mauer umgebene, befestigte Ort, die Verschanzung; Thuc. 3, 25. 5, 2; Xen. Hell. 1, 3, 5; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

περιτείχισμα: τό, τεῖχος πρὸς περιτείχισιν, πρὸς ἀποκλεισμόν, Θουκ. 3. 25., 5. 2, Ξεν. Ἑλλ. 1. 3. 5.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
enceinte de fortifications.
Étymologie: περιτειχίζω.

Greek Monolingual

το, ΝΑ περιτειχίζω
1. τείχος που περιβάλλει έναν τόπο, οχύρωμα
2. χώρος που έχει αποκλειστεί από τείχος, περιτειχισμένος χώρος.

Greek Monotonic

περιτείχισμα: τό, περιχαρακωμένος τείχος, σε Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιτείχισμα -ατος, τό [περιτειχίζω] belegeringsmuur.

Russian (Dvoretsky)

περιτείχισμα: ατος τό кольцевая стена, кольцо укреплений Thuc., Xen.

Middle Liddell

περιτείχισμα, ατος, τό,
a wall of circumvallation, Thuc.