πολυφραδής

From LSJ
Revision as of 17:33, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυφρᾰδής Medium diacritics: πολυφραδής Low diacritics: πολυφραδής Capitals: ΠΟΛΥΦΡΑΔΗΣ
Transliteration A: polyphradḗs Transliteration B: polyphradēs Transliteration C: polyfradis Beta Code: polufradh/s

English (LSJ)

ές, (φράζω)

   A very eloquent or wise, ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθείς Id.Th.494, cf. Semon.7.93 (Sup.).    II much talked of, famous, ἔργον IG14.2012A26 (Sulp. Max.).

German (Pape)

[Seite 676] ές, sehr beredt, sehr verständig, klug; ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθείς, Hes. Th. 494; Simonds de mul. 93.

Greek (Liddell-Scott)

πολυφρᾰδής: -ές, (φράζω) λίαν εὔγλωτος ἢ σοφός, ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθεὶς Ἡσ. Θ. 494, πρβλ. Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 93. ΙΙ. περὶ οὗ πολὺς γίνεται λόγος, περίφημος, ἔργον Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 618. 26. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυφραδέος· πολυκερδοῦς. ἢ λίαν συνετοῦ».

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très sage, très avisé.
Étymologie: πολύς, φράζω.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. πολύ ευφραδής, πολύ εύγλωττος ή πολύ συνετός («Γαίης ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθείς», Ησίοδ.)
2. αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, ξακουστός, ονομαστός, περίφημος («πολυφραδὲς ἔργον», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φραδής (< αμάρτυρο τ. φράδος, τὸ < φράζω / φράζομαι «μιλώ, διανοούμαι»), πρβλ. αρι-φραδής, ευ-φραδής.

Greek Monotonic

πολυφρᾰδής: -ές (φράζω), πολύ εύγλωττος ή σοφός, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

πολυφρᾰδής: (dat. pl. πολυφραδέεσσι) весьма рассудительный (ἐννεσίαι Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυφραδής -ές [πολύς, φράζω] ep. dat. plur. -δέεσσι, zeer slim.

Middle Liddell

πολυ-φρᾰδής, ές φράζω
very eloquent or wise, Hes.