πλωΐζω

From LSJ
Revision as of 17:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλωΐζω Medium diacritics: πλωΐζω Low diacritics: πλωΐζω Capitals: ΠΛΩΪΖΩ
Transliteration A: plōḯzō Transliteration B: plōizō Transliteration C: ploizo Beta Code: plwi/+zw

English (LSJ)

   A sail on the sea, πλωΐζεσκ' ἐν νηυσί Hes.Op.634 (Pl.R.388a implies πλωΐζεσκ' ἀλύων in Il.24.12); οἱ Ἕλληνες μᾶλλον ἔπλῳζον began to use ships or practise navigation, Th.1.13:—Med., Sammelb.7332 (iii B. C.), Str.17.1.6, Luc.Hist.Conscr.62: aor. inf. Pass. πλωϊσθῆναι, πρὸς πόλιν Just. Edict.13.6:—written πλοΐζομαι in Sammelb.7169.20 (ii B. C.), Plb.4.47.1, 5.88.7, D.S.3.34, Arr.Peripl.M.Eux.23.—On the form, v. sq.

German (Pape)

[Seite 639] u. in ganz gleicher Bdtg med. πλωΐζομαι, = πλώω, πλέω, schiffen, zu Schiffe fahren; πλωΐζεσκ' ἐν νηυσί, Hes. O. 636, wie das act. auch Plat. Rep. III, 388 a aus Il. 24, 12 (wo δινεύεσκε steht) anführt; jetzt auch Thuc. 1, 13, wie Luc. Vit. auct. 26; bei Pol. u. Suid. πλοΐζομαι, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

naviguer.
Étymologie: πλώω.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. πλέω
2. ταξιδεύω διά θαλάσσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλω- του πλώω «πλέω» + κατάλ. -ίζω (πρβλ. πλοΐζω). Ο μυκην. τ. porowito, αν αποδίδει τη λ. πλωFιστος, έχει παραχθεί από το ρ. πλωΐζω και δήλωνε έναν μήνα του χρόνου κατάλληλο για απόπλου].

Greek Monotonic

πλωΐζω: Ιων. παρατ. πλωΐζεσκον· πλέω πάνω από τη θάλασσα, σε Ησίοδ.· οἱ Ἕλληνες μᾶλλον ἐπλώϊζον, ξεκίνησαν να χρησιμοποιούν πλοία ή να επιδίδονται στη ναυτιλία, σε Θουκ. — αποθ. πλωΐζομαι, σε Στράβ., Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλωΐζω en πλῴζω [πλώω] ep. iter. imperf. πλωΐζεσκε, varen:. μᾶλλον ἔπλῳζον zij legden zich meer op scheepvaart toe Thuc. 1.13.5.

Russian (Dvoretsky)

πλωΐζω: тж. med.
1) плавать, плыть (ἐν νηυσί Hes.);
2) заниматься мореходством Thuc., Luc.