συνεκδοχή
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
English (LSJ)
ἡ, A understanding one thing with another: hence in Rhet., synecdoche, an indirect mode of expression, when the whole is put for a part or vice versa, Quint.Inst.8.6.19, Aristid.Quint.2.9, Ps.-Plu.Vit.Hom.22.
German (Pape)
[Seite 1012] ἡ, eigtl. das Mitverstehen. – In der Rhetorik eine Art des Ausdrucks, wobei der eigentliche Begriff nur angedeutet, nicht wirklich ausgedrückt ist, bes. wenn ein Theil für das Ganze oder umgekehrt das Ganze für einen Theil gesetzt ist, Quinctil. instit. 8, 6, 18.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκδοχή: ἡ, τὸ ἐννοεῖν τι ὁμοῦ μετά τινος ἄλλου· ὅθεν ἐν τῇ Ρητορικῇ συνεκδοχὴ καλεῖται πλάγιος τρόπος ἐκφράσεως, καθ’ ὅν τὸ ὅλον τίθεται ἀντὶ τοῦ μέρους καὶ τἀνάπαλιν, Κυντιλ. Instt. 8. 6, 19, Ρήτορες (Walz) τ. 8, σ. 671, ἔνθα ἀριθμοῦνται 13 εἴδη συνεκδοχῶν.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ συνεκδέχομαι
γραμμ. σχήμα λόγου κατά το οποίο είναι δυνατόν να χρησιμοποιείται: α) το ένα αντί του συνόλου που αποτελείται από ομοειδή και αντιστρόφως
β) το μέρος αντί του όλου και αντιστρόφως
γ) η ύλη αντί του αντικειμένου που κατασκευάζεται από αυτή και αντιστρόφως και δ) το όργανο αντί της ενέργειας που γίνεται ή παράγεται από αυτό και αντιστρόφως
αρχ.
το να αντιλαμβάνεται κάποιος κάτι συγχρόνως με κάποιον άλλο.
Russian (Dvoretsky)
συνεκδοχή: ἡ рит. синекдоха (употребление слова в ином по объему смысле, напр., οἱ Συρακόσιοι вм. ἡ τῶν Συρακοσίων στρατιά).