ἀνάστημα

From LSJ
Revision as of 12:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάστημα Medium diacritics: ἀνάστημα Low diacritics: ανάστημα Capitals: ΑΝΑΣΤΗΜΑ
Transliteration A: anástēma Transliteration B: anastēma Transliteration C: anastima Beta Code: a)na/sthma

English (LSJ)

ατος, τό, (ἀνίσταμαι)    A height, Thphr.HP9.9.5; of animals, D.S.5.17(pl.); τὸ τῆς ἡλικίας ἀ. J.AJ2.9.6; ἀ. βασιλικόν royal majesty, D.S.19.92; ἀ. τραγικόν D.Chr.18.7 (prob.l.); ἡ ψυχὴ γαῦρόν τι ἀ. λαμβάνουσα Longin.7.2(prob.).    2 protuberance, prominence, Simp.in Cael.480.15.    3 high ground, in pl., Str.2.3.2, D.S. 2.14, etc.    4 erection, building, Epict.Gnom.62(pl.): metaph., structure, φιλοσοφίας Phld.Herc.1457.10.    5 eruption, φλυκταινῶν Lyd.Ost.35:—also ἀνάστεμα, LXX Ju.9.10.al.

German (Pape)

[Seite 209] τό, Erhöhung, Höhe, z. B. eines Berges, D. Sic. 2, 14 oft; βασιλικόν, königliche Majestät, Diod. S. 19, 92.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάστημα: -ατος, τό, (ἀνίσταμαι) ὕψος, μέγεθος, ἐπὶ ὄρους π.χ. ἢ φυτοῦ, κτλ., Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 9, 5· ἀνάστ. βασιλικόν, τὸ βασιλικὸν μεγαλεῖον, Διόδ. 19. 92. 2) ἀνέγερσις οἰκοδομήματος, οἰκοδόμημα, Ἐπίκτ. παρὰ Στοβ. 316. 40: ‒ Ἐν τοῖς Σιβυλλ. Χρησμ. 8. 268 ἀπαντᾷ μεταγενέστερός τις ποιητικὸς τύπος ἀνάστᾰμα.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Alolema(s): ἀνάσταμα SB 10771 (III a.C.); tb. ἀνάστεμα LXX Iu.9.10
I abstr.
1 altura de una planta, Thphr.HP 9.9.5, de montañas, Hero Def.135.8
estatura de una pers. τὸ τῆς ἡλικίας ἀ. I.AI 2.230
alzada de un animal, D.S.5.17
fig. dignidad, majestad ἡ ψυχὴ καὶ γαῦρόν τι ἀ. λαμβάνουσα Longin.7.2, ἀ. βασιλικόν D.S.19.92, ἀ. τραγικόν D.Chr.18.7 (cj.).
2 restauración, reparación εἰ μή τὸ τοῦ Ἀδὰμ σύμπτωμα εἰς ἀσύγκριτον ἀ. Χριστὸς ἀνεστήσατο Ath.Al.M.26.1104C.
3 erupción φλυκταινῶν Lyd.Ost.35.
II concr.
1 región alta, altura gener. plu., Plb.34.1.16, Str.2.3.2, D.S.2.14
prominencia, saliente Simp.in Cael.480.15
cubo de la rueda, Sm.Ez.1.18
defensa, colmillo de elefantes SB 10771.2, 3, 14, 19 (III a.C.).
2 estructura, edificio πολυτέλεια τῶν ἀ. Epict.Gnom.62, cf. I.Ap.1.140, fig. ἀ. φιλοσοφίας Phld.Herc.1457.10.37
creación εἶπεν ὁ παντοκράτωρ ... κοινὸν ἀ. δῶμεν Orac.Sib.8.268, ἀπολέσει πᾶν τὸ ἀνάστημα T.Abr.A 10 (p.88.19).
3 guarnición en un lugar alto τῶν ἀλλοφύλλων LXX 1Re.10.5.

Greek Monolingual

το (AM ἀνάστημα) ανίστημι
ύψος, μέγεθος
νεοελλ.
1. ύψος ανθρώπου, μπόι
2. ηθικό ύψος, μεγαλείο
3. ύψωμα, λόφος
4. (κ. ανάστεμα) έργο, δημιούργημα
μσν.-αρχ.
1. οικοδόμημα, κτήριο
2. οίδημα, εξάνθημα.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάστημα: ατος τό
1) возвышенность, высота (πόλεις ἐν τοῖς ἀναστήμασι κατοικίζειν Diod.);
2) вышина, рост (ἀναστήματα τῶν σωμάτων Diod.);
3) величие, величественность (βασιλικόν Diod.).