ἐπουριάζω

From LSJ
Revision as of 21:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπουριάζω Medium diacritics: ἐπουριάζω Low diacritics: επουριάζω Capitals: ΕΠΟΥΡΙΑΖΩ
Transliteration A: epouriázō Transliteration B: epouriazō Transliteration C: epouriazo Beta Code: e)pouria/zw

English (LSJ)

(οὖρος) of a fair wind,    A waft onwards, τὰ ἀκάτια Luc. Hist.Conscr.45 ; swell, τὴν ὀθόνην Id.Dom.12.    II metaph., τὰ ὦτα ἐπουριάσας ἕνεκα πολυπράγμονος περιεργίας spreading out his ears to catch gossip, v.l. in Ph.2.4.

German (Pape)

[Seite 1010] = Folgdm, Luc. dom. 12; αὔρη ἐπουριάζουσα τὴν ὀθόνην, günstig das Segel schwellend, wie ἄνεμος ἐπουριάζων τὰ ἀκάτια, die Schiffe forttreiben, hist. conscr. 45.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπουριάζω: ἐπὶ οὐρίου ἀνέμου, κινῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, δεήσει γὰρ τότε ποιητικοῦ τινος ἀνέμου ἐπουριάσοντος τὰ ἀκάτια Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 45· κολπόω, φουσκώνω, τὴν ὀθόνην ὁ αὐτ. π. Οἴκ. 12.

French (Bailly abrégé)

enfler d’un vent favorable, acc..
Étymologie: ἐπί, οὐρία.

Greek Monolingual

ἐπουριάζω (Α)
1. (για ούριο άνεμο) ωθώ προς τα εμπρός («ποιητικοῡ τινος ἀνέμου ἐπουριάσαντος τὰ ἀκάτια», Λουκιαν.)
2. (για πανιά) φουσκώνω («εἰ βλέποι τὴν μὲν αὔραν κούφως ἐπουριάζουσαν τὴν ὀθόνην», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ουριάζω, αμάρτυρος τ. (< ούριος < ούρος «ευνοϊκός άνεμος»)].

Greek Monotonic

ἐπουριάζω: = το επόμ., κινώ προς τα εμπρός, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπουριάζω: (о попутном ветре)
1) гнать, мчать вперед (τὰ ἀκάτια Luc.);
2) надувать (τὴν ὀθόνην Luc.).

Middle Liddell

= ἐπουρίζω
to waft onwards, Luc.