ἀπανύω
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
[ῠ],
A finish entirely, νῆες ἀπήνυσαν οἴκαδε (sc. ὁδόν) the ships performed the voyage home, Od.7.326:—Pass., Q.S.5.1.
German (Pape)
[Seite 279] (s. ἀνύω), ganz vollenden; ἀπήνυσαν οἴκαδε, sc. ὁδόν, sie kamen zurück, Od. 7, 326, v. l. ἀπήγαγον, s. Scholl.; ἄεθλοι ἀπηνύσθησαν Qu. Sm. 5, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπανύω: μέλλ. -ύσω [ῠ]: τελειώνω ἐντελῶς, τελῶ, νῆες ἀπήνυσαν οἴκαδε (ἐνν. ὁδόν), τὰ πλοῖα ἐτέλεσαν τὸν πρὸς τὴν πατρίδα πλοῦν, Ὀδ. Ἠλ. 326: - Παθ., Κόϊντ. Σμ. 5. 1.
French (Bailly abrégé)
ao. ἀπήνυσα, ao. Pass. ἀπηνύσθην;
achever (s.e. ὁδόν) un voyage, arriver au terme.
Étymologie: ἀπό, ἀνύω.
English (Autenrieth)
only aor. ἀπήνυσαν οἴκαδ' ὀπίσσω, accomplished the journey home again, Od. 7.326†.
Spanish (DGE)
(ἀπᾰνύω) 1 llegar (νῆες) ἀπήνυσαν οἴκαδ' Od.7.326, μηδὲν ἔξω τοῦ δρόμου βάντες ἀπήνυσαν Aristid.Or.34.24.
2 llevar a término en v. pas. ἀπηνύσθησαν ἄεθλοι Q.S.5.1.
Greek Monolingual
ἀπανύω (Α)
φέρω σε πέρας, εκτελώ.
Greek Monotonic
ἀπανύω: μέλ. -ύσω [ῠ], φέρω εντελώς εις πέρας, επιτελώ, ολοκληρώνω· νῆεςἀπήνυσαν (ενν. ὁδόν), τα πλοία ολοκλήρωσαν τον πλου τους, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπανύω: (sc. ὁδόν) заканчивать путь: νῆες ἀπήνυσαν οἴκαδε Hom. корабли прибыли домой.
Middle Liddell
to finish entirely, νῆες ἀπήνυσαν (sc. ὁδόν) the ships performed the voyage, Od.