περιεργία
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
English (LSJ)
ἡ,
A futility, needless questioning, Pl.Sis.387d; curiosity, Plu.2.516a. 2 over-elaboration, Men.Rh.p.342 S.; πεμμάτων περιεργίαι curiosities of cakes, Luc.Nigr.33. 3 useless learning, Hp.Decent.1. II intermeddling with other folk's affairs, officiousness, Thphr.Char.13, Luc.VH1.5, Lib.Or.2.53; ὑπὸ περιεργίας Luc. D Deor.7.4. III jugglery, Simp. in Cael.536.1.
German (Pape)
[Seite 575] ἡ, Sorgfalt, Fleiß, bes. übertriebene Sorgfalt, Kleinlichkeit, Aengstlichkeit od. Weitschweifigkeit im Thun und Sprechen, auch Beschäftigung mit Dingen, die Einen Nichts angehen, Neugier; Plat. Sis. 387 d; ἄκαιρος, Luc. Asin. 15; V. A. 1, 5; περιεργίαν καὶ καλλωπισμὸν καὶ τρυφὴν ἐμφαίνει, Plut. Symp. 6, 7, u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
περιεργία: ἡ, ὑπερβολικὴ ἀκρίβεια εἰς τὸ ποιεῖν τι, γράφειν τι, κτλ., Λατ. curiositas, Ἱππ. 22. 22, Πλάτ. Σίσυφ. 387D, Πλούτ. 2. 516Α· ὑπὸ περιεργίας Λουκ. Θεῶν Διάλ. 7. 4· πεμμάτων περιεργίαι, ὑπὲρ τὸ δέον ἐπιμελὴς καὶ ἰδιότροπος κατασκευὴ πλακούντων, Θεοφρ. Χαρ. 13, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 5. ΙΙΙ. περίεργα τεχνάσματα, θαυματοποιία, Ἐπιφάν. 24. 2, κ. ἀλλ. - Περὶ τοῦ πλημμελῶς ἔχοντος τύπου περιέργεια καὶ ἄλλων ὁμοίων ἴδε Κόντου γλωσσ. Παρατηρ. σ. 398 κἑξ., Γ. Χατζιδάκι ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΔ΄, σ. 239.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
soin excessif ou superflu, d’où
1 esprit de minutie;
2 curiosité excessive ou indiscrète, ingérence indiscrète dans les affaires d’autrui.
Étymologie: περίεργος.
Greek Monolingual
η, ΜΑ
βλ. περιέργεια.
Russian (Dvoretsky)
περιεργία: ἡ
1) ненужный труд, излишние хлопоты, суетливость: τοῦτο ἔσται δίχα πάσης περιεργίας Plut. это произойдет без всяких хлопот;
2) любопытство: ὑπὸ περιεργίας Luc. из (праздного) любопытства.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιεργία -ας, ἡ, Ion. περιεργίη [περίεργος] bemoeizucht:; αὐλικὴ περιεργία uitsloverij van hovelingen Plut. Demetr. 12.8; nieuwsgierigheid:. ὑπὸ περιεργίας uit nieuwsgierigheid Luc. 79.11.4. overdreven handeling, overbodige activiteit:; αἱ γὰρ πολλαὶ πρὸς περιεργίην φαίνονται γεγενημέναι de meeste (geleerdheid) blijkt volstrekt overbodig Hp. Dec. 1; overdrijving:. π. ἐν τοῖς λόγοις overdrijving in taalgebruik Isocr. 10.2; πεμμάτων π. overdreven bewerkte cakejes Luc. 8.33.
Middle Liddell
περιεργία, ἡ,
I. over-exactness in doing anything, Luc.
II. intermeddling, officiousness, Theophr., Luc. [from περίεργος