ὑποκαθίζω

From LSJ
Revision as of 09:00, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκαθίζω Medium diacritics: ὑποκαθίζω Low diacritics: υποκαθίζω Capitals: ΥΠΟΚΑΘΙΖΩ
Transliteration A: hypokathízō Transliteration B: hypokathizō Transliteration C: ypokathizo Beta Code: u(pokaqi/zw

English (LSJ)

   A place in ambush, λόχον ἐν ὕλαις Id.9.56:—Med., lie in ambush, ὑ. ὑπὸ τῷ τείχει X.HG7.2.5.    II intr. in Act., lie in ambush, Plb.12.4.14, etc.    2 sink down, form a sediment, Gal.13.285, Placit.1.4.2.    3 sit down under, ὡς . . ἐκ τῆς σκιᾶς (sc. τῆς σμίλακος) τοὺς ὑποκαθίσαντας . . βλάπτεσθαι Dsc.4.79.

German (Pape)

[Seite 1219] (s. ἵζω), darunter od. heimlich niedersetzen, in Hinterhalt legen, D. Hal. 9, 56; u. med. im Hinterhalt liegen, ὑπεκαθίζοντο ὑπὸ τῷ τείχει Xen. Hell. 7, 2,5. So auch im act., κλέπτης ὑποκαθίσας Pol. 12, 4,14.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκαθίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, τοποθετῶ τινα ὅπως ἐνεδρεύσῃ, τάττω εἰς ἐνέδραν, λόχον τινὰ ὑποκαθίσαντας ἐν ὕλαις ἐπιλέκτων ἀνδρῶν Διονύσ. Ἁλ. 9. 56. - Μέσ., καθέζομαι εἰς ἐνέδραν, τῆς νυκτὸς ὑπεκαθίζοντο ἐν αὐτῷ τῷ τείχει Λατ. subsidēre, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 5. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ἐνεδρεύω, κλέπτης ὑποκαθίσαι Πολύβ. 12. 4, 14, κλπ. 2) κατακάθημαι, «κατακαθίζω», Πλούτ. 2. 878D.

French (Bailly abrégé)

f. att. ὑποκαθιῶ, ao. ὑπεκάθισα;
se tenir en embuscade, s’embusquer;
Moy. ὑποκαθίζομαι m. sens intr.
Étymologie: ὑπό, καθίζω.

Greek Monolingual

ΜΑ καθίζω
τοποθετώ κάποιον σε ενέδρα
αρχ.
1. (αμτβ.) α) ενεδρεύω, ελλοχεύω
β) κατακαθίζω («τὰ μείζοντα καὶ βαρύτατα πάντως ύπεκάθιζεν», Πλούτ.)
2. μέσ. ὑποκαθίζομαι
τοποθετούμαι σε ενέδρα.

Greek Monotonic

ὑποκαθίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, τοποθετώ κάποιον για να ενεδρεύσει — Μέσ., ενεδρεύω, παραμονεύω, στήνω καρτέρι, παραφυλάω, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὑποκαθίζω: тж. med.
1) садиться в засаду (ὑποκαθίζεσθαι ὑπὸ τῷ τείχει Xen.): ὑποκαθίσας Polyb. спрятавшись в засаде;
2) оседать, опускаться: τὰ βαρύτατα ὑπεκάθιζεν Plut. самые тяжелые вещества осели; τὰ ὑποκαθίζοντα Plut. осадок.

Middle Liddell

fut. attic ιῶ
to place in ambush:—Mid. to lie in ambush, Xen.