ζημιώδης

From LSJ
Revision as of 20:24, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζημιώδης Medium diacritics: ζημιώδης Low diacritics: ζημιώδης Capitals: ΖΗΜΙΩΔΗΣ
Transliteration A: zēmiṓdēs Transliteration B: zēmiōdēs Transliteration C: zimiodis Beta Code: zhmiw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A causing loss, ruinous, Id.Cra.417d, Lg.650a, X.Mem.3.4.11. Adv. -δῶς, censured by Poll.8.147.

German (Pape)

[Seite 1139] ες, Nachtheil bringend, Xen. Mem. 3, 4, 11; μισθός Plat. Legg. I, 650 a; = βλαβερός, Crat. 417 d u. A. – Adv., Poll. 8, 147.

Greek (Liddell-Scott)

ζημιώδης: -ες, (εἶδος) πρόξενος ζημίας, ἐπιζήμιος, βλαβερός, Πλάτ. Κρατ. 417D, Νόμ. 650Α, Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 11. - Ἐπίρρ. -δῶς, ἀποδοκιμαζόμενον ὡς δίσφθεγκτον ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Η΄, 147.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
dommageable, ruineux.
Étymologie: ζημία, -ωδης.

Greek Monolingual

ζημιώδης, -ῶδες (Α) ζημία
αυτός που προξενεί ζημιές, ο επιζήμιος.
επίρρ...
ζημιωδῶς (Α)
με βλαβερό τρόπο, επιζήμια.

Greek Monotonic

ζημιώδης: -ες (εἶδος), αυτός που προκαλεί απώλεια ή ζημία, επιζήμιος, βλαβερός, επιβλαβής, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ζημιώδης: приносящий вред, наносящий ущерб (βλαβερὸς καὶ ζ. Plat.; ζημιῶδες τι ἐπιτάττειν τινί Plut.): ἄνευ μισθοῦ ζημιώδους Plat. не подвергая (себя) разорительному штрафу, перен. не ставя себя в опасное положение.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζημιώδης -ες [ζημία, -ειδης] schadelijk, rampzalig:. ἀλυσιτελές τε καὶ ζημιῶδες onvoordelig en schadelijk Xen. Mem. 3.4.11.

Middle Liddell

ζημι-ώδης, ες εἶδος
causing loss, ruinous, Xen.

English (Woodhouse)

harmful

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)