πικρόχολος

From LSJ
Revision as of 17:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πικρόχολος Medium diacritics: πικρόχολος Low diacritics: πικρόχολος Capitals: ΠΙΚΡΟΧΟΛΟΣ
Transliteration A: pikrócholos Transliteration B: pikrocholos Transliteration C: pikrocholos Beta Code: pikro/xolos

English (LSJ)

ον,    A full of bitter bile, bilious, opp. μελάγχολος ; οἱ π. τὰ ἄνω Hp.Acut.34, cf. 61, Aret.SA 1.5 ; π. χυμός Gal.6.247 : metaph., splenetic, AP7.69 (Jul.).

German (Pape)

[Seite 615] von, mit bitterer Galle, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πικρόχολος: -ον, ὁ πλήρης πικρᾶς χολῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μελάγχολος· τὰ ἄνω π. Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389· μεταφορ. ὀξύθυμος, ὀργίλος, Ἀνθ. Π. 7. 69· ― πικροχολία, ἡ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μελαγχολία, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a une bile amère ; fig. acariâtre, acerbe.
Étymologie: πικρός, χόλος.

Greek Monolingual

-η, -ο / πικρόχολος, -ον, ΝΜΑ
1. (για πρόσ.) αυτός που συμπεριφέρεται σαν πικρή χολή, δύσθυμος, στρυφνός, αντιπαθητικός
2. γεμάτος πικράδα, γεμάτος κακία (α. «πικρόχολη απάντηση» β. «πικρόχολα λόγια»)
μσν.-αρχ.
χολώδης, χολερικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)- + χόλος (πρβλ. μελάγ-χολος)].

Greek Monotonic

πικρόχολος: -ον, αυτός που είναι γεμάτος με πικρή χολή, κακόβουλος, μοχθηρός, πικρόχολος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πικρόχολος: желчный, язвительный (στόμα Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πικρόχολος -ον [πικρός, χολή] vol gal.

Middle Liddell

πικρό-χολος, ον,
full of bitter bile, splenetic, Anth.