καρώ
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
English (LSJ)
ἡ, A caraway, Dsc.3.57, Orib.3.2.3: perh. to be read in Ath. 9.371e.
Greek Monolingual
(I)
καρώ, ἡ (Α)
το φυτό κάρον, το κύμινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί άλλο τ. της λ. κάρον και πιθ. παράγεται από τη λ. κάρ «ψείρα», λόγω της ομοιότητας του σπόρου του φυτού κάρον με την ψείρα. Κατ' άλλη άποψη, παράγεται από τη λ. κάρα «κεφαλή»].
(II)
καρώ, -όω (Α)
(η μτχ. αορ. ως ουσ.) oἱ καρούσαντες
αυτοί που κάνουν την εκτίμηση κάποιου πράγματος, οι εκτιμητές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].
(III)
καρῶ, -όω (Α)
βλ. καρώνω.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: cummin, Carum carvi (Dsc., Gal., Orib.); καρωτόν n. carrot (Ath. 9,371e?; uncertain); Lat. carota (Apic.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: A form of the word κάρον. From κάρα, -η head as κεφαλωτόν name of an onion from κεφαλή (thus Bq). The form in -ώ seems Pre-Greek.
Frisk Etymology German
καρώ: {karṓ}
Grammar: f.
Meaning: Kümmel, Carum carvi (Dsk., Gal., Orib., wohl auch Diph. Siph. ap. Ath. 9, 371e);
Derivative: καρωτόν n. Karotte, Möhre (Ath. l. c.?; Lesung sehr unsicher); lat. carota (Apic.).
Etymology : Wohl von κάρα, -η Kopf wie κεφαλωτόν Ben. einer Zwiebel von κεφαλή (ähnlich Bq).
Page 1,796