στραγγός
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
English (LSJ)
ή, όν, A twisted, crooked, Hsch., Phot., Suid. II complicated, irregular, πυρετοί Ruf. ap. Orib.8.24.30: Comp., αἱ μονοπάθειαι τῶν ὀφθαλμῶν -ότεραί εἰσιν more violent or serious, Cass.Pr. 14. 2 shameless, Phot., Suid. III (στράγξ) flowing drop by drop, κάθαρσις Sor.1.2, al.: Comp., Antyll. ap. Orib.8.6.6, Sor.1.27. Adv. -γῶς, καθαίρεσθαι ib.31.—In Hsch., Phot., Suid. written στραγός; in cod. Sor. στραγκός: Comp. στραγώτερος Antyll. ap. Orib.l.c., Phot. (-ότερος Suid.).
German (Pape)
[Seite 950] gedreht, gewunden, krumm, auch στραγός geschrieben, VLL., die στρεβλός, ἄτακτος erkl., auch δύσκολος, ἀναιδής.
Greek (Liddell-Scott)
στραγγός: -ή, -όν, (ἴδε στράγξ), συνεστραμμένος, σκολιός, διεστραμμένος, Φώτ. «στρεβλός, ἄτακτος» Ἡσύχ., Σουΐδ. ΙΙ. μεταφορ., συνεστραμμένος, πολύπλοκος, ἀνώμαλος, Ἰατρ. 2) ἀναιδής, Βασίλ. - Ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. ἐνίοτε φέρεται ἡμαρτημένως στραγός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
exprimé goutte à goutte, qui coule lentement, lent.
Étymologie: στράγξ.
Greek Monolingual
και στραγός, -ή, -όν, ΜΑ στράγξ, -γγός]
1. στριμμένος, συνεστραμμένος
2. ακανόνιστος, ασταθής («στραγγοὶ πυρετοί»)
3. (για πρόσ.) αναιδής
4. αυτός που ρέει αργά, σταγόνα σταγόνα
5. (για πάθηση) σοβαρός («αἱ μονοπάθειαι τῶν ὀφθαλμῶν στραγγότεραί εἰσιν», Κασσ. Πρ.).
επίρρ...
στραγγῶς Α
στάγδην, σταγόνα σταγόνα.