στραγγός

From LSJ
Revision as of 23:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στραγγός Medium diacritics: στραγγός Low diacritics: στραγγός Capitals: ΣΤΡΑΓΓΟΣ
Transliteration A: strangós Transliteration B: strangos Transliteration C: straggos Beta Code: straggo/s

English (LSJ)

ή, όν,    A twisted, crooked, Hsch., Phot., Suid.    II complicated, irregular, πυρετοί Ruf. ap. Orib.8.24.30: Comp., αἱ μονοπάθειαι τῶν ὀφθαλμῶν -ότεραί εἰσιν more violent or serious, Cass.Pr. 14.    2 shameless, Phot., Suid.    III (στράγξ) flowing drop by drop, κάθαρσις Sor.1.2, al.: Comp., Antyll. ap. Orib.8.6.6, Sor.1.27. Adv. -γῶς, καθαίρεσθαι ib.31.—In Hsch., Phot., Suid. written στραγός; in cod. Sor. στραγκός: Comp. στραγώτερος Antyll. ap. Orib.l.c., Phot. (-ότερος Suid.).

German (Pape)

[Seite 950] gedreht, gewunden, krumm, auch στραγός geschrieben, VLL., die στρεβλός, ἄτακτος erkl., auch δύσκολος, ἀναιδής.

Greek (Liddell-Scott)

στραγγός: -ή, -όν, (ἴδε στράγξ), συνεστραμμένος, σκολιός, διεστραμμένος, Φώτ. «στρεβλός, ἄτακτος» Ἡσύχ., Σουΐδ. ΙΙ. μεταφορ., συνεστραμμένος, πολύπλοκος, ἀνώμαλος, Ἰατρ. 2) ἀναιδής, Βασίλ. - Ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. ἐνίοτε φέρεται ἡμαρτημένως στραγός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
exprimé goutte à goutte, qui coule lentement, lent.
Étymologie: στράγξ.

Greek Monolingual

και στραγός, -ή, -όν, ΜΑ στράγξ, -γγός]
1. στριμμένος, συνεστραμμένος
2. ακανόνιστος, ασταθής («στραγγοὶ πυρετοί»)
3. (για πρόσ.) αναιδής
4. αυτός που ρέει αργά, σταγόνα σταγόνα
5. (για πάθηση) σοβαρός («αἱ μονοπάθειαι τῶν ὀφθαλμῶν στραγγότεραί εἰσιν», Κασσ. Πρ.).
επίρρ...
στραγγῶς Α
στάγδην, σταγόνα σταγόνα.