οὐρίαχος

From LSJ
Revision as of 14:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐρίᾰχος Medium diacritics: οὐρίαχος Low diacritics: ουρίαχος Capitals: ΟΥΡΙΑΧΟΣ
Transliteration A: ouríachos Transliteration B: ouriachos Transliteration C: ouriachos Beta Code: ou)ri/axos

English (LSJ)

[ῐ], ὁ, (οὐρά)    A bottom, ἔγχεος οὐ. butt-end of the spear, opp. αἰχμή, Il.13.443, A.R.3.1253, AP6.111 (Antip.), Hld.9.15; of an arrow-head, the part fixed in the shaft, tang, Paul.Aeg.6.88 (v. l.); apptly. stem of a candlestick in Call.Fr.anon.50.    2 part of an oar, Poll.1.90 (v.l. οὐρακός).

German (Pape)

[Seite 418] ὁ (von οὐρά), das hinterste, letzte Ende: ἔγχεος οὐρίαχος, das untere mit Eisen beschlagene Ende der Lanze, Il. 13, 443. 16, 612. 17, 528: πλήξας ῥομβωτῷ δούρατος οὐριάχῳ, Antp. Sid. 19 (VI, 111). S. οὐρακός.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρίᾰχος: ὁ, (οὐρὰ) ὁ σαυρωτὴρ τοῦ δόρατος, τουτέστι τὸ ὄπισθεν μέρος, ἀντίθ. τῷ αἰχμή, Ἰλ. Ν. 443, κτλ.· ἰδὲ ἐν λ. πολεμίζω, καὶ πρβλ. στύραξ, σαυρωτήρ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οὐρίαχον· τὸν σαυρωτῆρα. ἔστι δὲ σιδήριον ἐγκεκαμμένον εἰς τὸ ἕτερον μέρος τοῦ δόρατος». 2) τὸ μέσον τῆς κώπης, Πολυδ. Α΄, 90 (κοινῶς οὐρακός).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
hampe de la lance destinée à recevoir un fer pointu qui servait à planter l’arme en terre.
Étymologie: οὐρά.

English (Autenrieth)

butt end of a spear. (Il.) (See cut under ἀμφίγυος.)

Greek Monolingual

οὐρίαχος, ὁ (Α)
1. το πίσω σιδερένιο άκρο του δόρατος
2. το τμήμα της κεφαλής βέλους που στερεώνεται στην άτρακτο
3. πιθ. το στέλεχος κηροστάτη
4. τμήμα κουπιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρά. Ο τ. αποτελεί πιθ. εκτεταμένη για μετρικούς λόγους μορφή του ουραχός].

Greek Monotonic

οὐρίᾰχος: ὁ (οὐρά), οπίσθιο μέρος, πάτος, πυθμένας, ἔγχεος οὐρίαχος, το οπίσθιο μέρος του δόρατος, επενδεδυμένο με σίδερο, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

οὐρίᾱχος: ὁ нижний конец (ἔγχεος Hom.).

Middle Liddell

οὐρίᾰχος, ὁ, οὐρά
the hindmost part, bottom, ἔγχεος οὐρ. the butt-end of the spear, shod with iron, Il.