οὐρίαχος
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, (οὐρά) A bottom, ἔγχεος οὐ. butt-end of the spear, opp. αἰχμή, Il.13.443, A.R.3.1253, AP6.111 (Antip.), Hld.9.15; of an arrow-head, the part fixed in the shaft, tang, Paul.Aeg.6.88 (v. l.); apptly. stem of a candlestick in Call.Fr.anon.50. 2 part of an oar, Poll.1.90 (v.l. οὐρακός).
German (Pape)
[Seite 418] ὁ (von οὐρά), das hinterste, letzte Ende: ἔγχεος οὐρίαχος, das untere mit Eisen beschlagene Ende der Lanze, Il. 13, 443. 16, 612. 17, 528: πλήξας ῥομβωτῷ δούρατος οὐριάχῳ, Antp. Sid. 19 (VI, 111). S. οὐρακός.
Greek (Liddell-Scott)
οὐρίᾰχος: ὁ, (οὐρὰ) ὁ σαυρωτὴρ τοῦ δόρατος, τουτέστι τὸ ὄπισθεν μέρος, ἀντίθ. τῷ αἰχμή, Ἰλ. Ν. 443, κτλ.· ἰδὲ ἐν λ. πολεμίζω, καὶ πρβλ. στύραξ, σαυρωτήρ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οὐρίαχον· τὸν σαυρωτῆρα. ἔστι δὲ σιδήριον ἐγκεκαμμένον εἰς τὸ ἕτερον μέρος τοῦ δόρατος». 2) τὸ μέσον τῆς κώπης, Πολυδ. Α΄, 90 (κοινῶς οὐρακός).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
hampe de la lance destinée à recevoir un fer pointu qui servait à planter l’arme en terre.
Étymologie: οὐρά.
English (Autenrieth)
butt end of a spear. (Il.) (See cut under ἀμφίγυος.)
Greek Monolingual
οὐρίαχος, ὁ (Α)
1. το πίσω σιδερένιο άκρο του δόρατος
2. το τμήμα της κεφαλής βέλους που στερεώνεται στην άτρακτο
3. πιθ. το στέλεχος κηροστάτη
4. τμήμα κουπιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρά. Ο τ. αποτελεί πιθ. εκτεταμένη για μετρικούς λόγους μορφή του ουραχός].
Greek Monotonic
οὐρίᾰχος: ὁ (οὐρά), οπίσθιο μέρος, πάτος, πυθμένας, ἔγχεος οὐρίαχος, το οπίσθιο μέρος του δόρατος, επενδεδυμένο με σίδερο, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
οὐρίᾱχος: ὁ нижний конец (ἔγχεος Hom.).
Middle Liddell
οὐρίᾰχος, ὁ, οὐρά
the hindmost part, bottom, ἔγχεος οὐρ. the butt-end of the spear, shod with iron, Il.