ἄραδος

From LSJ
Revision as of 16:39, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄρᾰδος Medium diacritics: ἄραδος Low diacritics: άραδος Capitals: ΑΡΑΔΟΣ
Transliteration A: árados Transliteration B: arados Transliteration C: arados Beta Code: a)/rados

English (LSJ)

[ᾰρ], ὁ,    A disturbance, τοῦ χρωτὸς ἄ. ποιεῖν Hp.Morb.4.56; ἄ. ἐμποιεῖν Id.Acut.(Sp.)47; also of foods, ἄ. ἔχειν Id.VM15; ἔχον ἄ. κακόν Id.Acut.10; palpitation of the heart, ἄ. κακός Nic.Th.775: generally, ὁ ἐκ τῆς συνουσίας ἄ. καὶ παλμός prob. in Plu.2.654b. (Prob. onomatop., like ἄραβος.)

German (Pape)

[Seite 343] ὁ, heftige Bewegung im Leibe, mir Knurren u. Kollern verbunden, Hippocr. Bei Nic. Th. 776 Herzklopfen, Schol. κίνησις σώματος μετὰ γυμνασίας καὶ ἀλγηδόνος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
agitation, perturbation, trouble, mouvement violent, bruit ; particul. t. de méd. battement violent du cœur, palpitation.
Étymologie: DELG prob. onomatopée.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Prosodia: [ᾰρᾰ-]
1 alteración, irritación de la piel en contacto c. determinados medicamentos, Hp.Morb.4.56
de alimentos trastorno φακὸς ... ἄραδον ἐμποιεῖ Hp.Acut.(Sp.) 47, cf. Hp.VM 15, Acut.10
de la picadura del escorpión negro ἄ. κακός terrible dolor Nic.Th.775.
2 agitación, palpitación ἡ ἀπὸ τῶν γυμνασίων τῆς καρδίας κίνησις Hsch., ἄδηλον γὰρ εἰ ... ἀπεψία δέξαιτο τὸν ἐκ τῆς συνουσίας ἄραδον porque es dudoso que ... se añadiera una indigestión a la excitación del coito Plu.2.654b.

• Etimología: Formación onomatopéyica, c. el mismo tema que ἄραβος y ἀράζω, q.u., y el suf. de κέλαδος, ὅμαδος. < ἄραδος Ἄραδος > ἄραδος, -ον
pequeño μορμύρους ἀράδους Gp.20.42, cf. dud. Hsch.α 6936.

Greek Monolingual

ἄραδος, ο (Α)
αναταραχή στο στομάχι, γουργούρισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός τ. λέξης της ιατρικής κυρίως ορολογίας, η οποία παρά τη χρήση της ως τεχνικού όρου είναι πιθ. ονοματοποιημένη (πρβλ. άραβος). Ανήκει στις λέξεις με επίθημα -δος, οι οποίες είναι τεχνικοί ή εκφραστικοί τύποι αβέβαιης ετυμολογίας. Μία κατηγορία τέτοιων λέξεων προέρχεται από ουσιαστικά που δηλώνουν θόρυβο (πρβλ. όμαδος, ροίβδος κ.ά.)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: disturbance, palpitation (Hp.).
Derivatives: ἀραδ<ήσ>ει θορυβήσει, ταράξει and ἀράδηται κεκόνηται (?), συγκέχυται H.; also ἀράζουσιν ἐρεθίζουσιν H.
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Cf. κέλαδος, ὅμαδος etc. (Chantr. Form. 359). Perhaps onomatopoietic, or not primarily of sound? cf. ἄραβος.

Frisk Etymology German

ἄραδος: {árados}
Grammar: m.
Meaning: heftige Bewegung im Leibe, Herzklopfen (Hp., Nik.).
Derivative: Davon ἀραδ<ήσ>ει· θορυβήσει, ταράξει und ἀράδηται· κεκόνηται (?), συγκέχυται H.; vgl. noch ἀράζουσιν· ἐρεθίζουσιν H.
Etymology : Zur Bildung vgl. κέλαδος, ὅμαδος usw. (Chantraine Formation 359, Schwyzer 508). Onomatopoetisch, vgl. ἄραβος. S. auch WP. 1, 139, Pok. 330 mit fragwertigen außergriechischen Anknüpfungen, außerdem noch Bechtel Dial. 3, 281.
Page 1,128