ἄνιππος

From LSJ
Revision as of 16:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνιππος Medium diacritics: ἄνιππος Low diacritics: άνιππος Capitals: ΑΝΙΠΠΟΣ
Transliteration A: ánippos Transliteration B: anippos Transliteration C: anippos Beta Code: a)/nippos

English (LSJ)

ον,    A without horse, not serving on horseback, ἱππόται καὶ ἄνιπποι Hdt.1.215, S.OC899; without a horse to ride on, Ar.Nu.125, Plb.10.40.10; unable to ride, Plu.2.100a.    2 of countries, unsuited for horses, ἄ. καὶ ἀναμάξευτος Hdt.2.108, cf.Aen.Tact.8.4, D.H. 2.13.

German (Pape)

[Seite 238] 1) unberitten, ohne Pferd, Ggstz ἱππότης Soph. O. C. 908; Her. 1, 215; Ar. Nubb. 126. – 2) von Gegenden, für Reiterei untauglich, Her. 2, 108; entgegengesetzt ἱππάσιμος Aen. Tact. 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνιππος: -ον, ὁ ἄνευ ἵππου, ὁ μὴ ὑπηρετῶν ἐν τῷ στρατῷ ὡς ἱππεύς, ἱππόται ... καὶ ἄνιπποι Ἡρόδ. 1. 215, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ἱππότης, πάντα λεὼν ἄνιππον ἱππότην τε Σοφ. Ο. Κ. 899: ὁ μὴ ἔχων ἵππον ἵνα ἱππεύσῃ, «ὁ ἐστερημένος ἵππων» (Σουΐδ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 125: ἀνίκανος νὰ ἱππεύῃ, Πλούτ. 2. 100Α. 2) ἐπὶ χωρῶν ἢ τόπων μὴ ἐπιτηδείων πρὸς ἱππασίαν, ἄνιππος καὶ ἀναμάξευτος Ἡρόδ. 2. 108, πεζοὶ δὲ ὅπου τραχὺς εἴη καὶ ἄνιππος τόπος Διον. Ἁλ. 2. 13, 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui n’a pas de cheval;
2 qui ne sert pas dans la cavalerie;
3 impropre à monter à cheval;
4 impraticable aux chevaux.
Étymologie: ἀ, ἵππος.

English (Slater)

ᾰνιππος
   1 without horses cf. Bacch. 8. 15. ἄνιππός εἰμι καὶ βουνομίας ἀδαέστερος (a chorus of Keans speaks on behalf of their island) (Pae. 4.27)

Spanish (DGE)

-ον
1 de pers. que carece de caballo ἄνιππός εἰμι καὶ βουνομίας ἀδαέστερος Pi.Fr.52d.27, ἀλλ' οὐ περιόψεταί μ' ὁ θεῖος Μεγακλέης ἄνιππον Ar.Nu.125, cf. Plb.10.40.10, PSorb.12.2, 6 (III a.C.)
como subst. soldado de a pie, infante ἱππόται δέ εἰσι καὶ ἄνιπποι ... καὶ τοξόται Hdt.1.215, cf. S.OC 899.
2 que no sabe equitación μηδὲ ἱππεύειν ἄνιππον Plu.2.100a.
3 de lugares difícil de atravesar a caballo Αἴγυπτος ἐοῦσα πεδιὰς πᾶσα ἄνιππος καὶ ἀναμάξευτος γέγονε Hdt.2.108, τόπος D.H.2.13, cf. Aen.Tact.8.4.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄνιππος, -ον)
αυτός που δεν έχει άλογο ή άλογα
αρχ.
1. αυτός που δεν υπηρετεί στον στρατό ως ιππέας
2. ανίκανος για ιππασία
3. (για τόπο) ακατάλληλος και απρόσφορος για ιππασία ή για εκτροφή αλόγων.

Greek Monotonic

ἄνιππος: -ον, 1. αυτός που δεν έχει άλογο, που δεν επιβαίνει σε πλάτη αλόγου, σε Ηρόδ., Σοφ.· αυτός που δεν έχει άλογο για να ιππεύσει, σε Αριστοφ.
2. λέγεται για χώρες μη κατάλληλες για άλογα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἄνιππος:
1) не конный, пеший Her., Soph., Arph.;
2) непроезжий для конницы (sc. χώρα Her.);
3) не умеющий ездить верхом Plut.

Middle Liddell


1. without horse, not serving on horseback, Hdt., Soph.: without a horse to ride on, Ar.
2. of countries, unsuited for horses, Hdt.

English (Woodhouse)

not on horseback

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)