θεωρώ

From LSJ
Revision as of 13:17, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "πνεῡμα" to "πνεῦμα")

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134

Greek Monolingual

(ΑΜ θεωρῶ, -έω)
1. κοιτάζω, θωρώ, παρακολουθώ προσεκτικά με το βλέμμα
2. εξετάζω, ερευνώ
νεοελλ.
1. νομίζω, φρονώ, κρίνω (α. «τον θεωρώ αδελφό μου» β. «τον θεωρώ υπεύθυνο για...»)
2. (για υπάλληλο) ελέγχω τη γνησιότητα εγγράφων
3. προσκομίζω στις αρμόδιες αρχές για θεώρησηθεωρώ το διαβατήριο μου»)
4. (σχετικά με κείμενα) επιμελούμαι και εγκρίνω
μσν.-αρχ.
1. συλλαμβάνω, κατανοώ «μυστικώς», με την περισυλλογή και την ενόραση («τῴ ἁγίῳ πνεύματι τὸ ἅγιον πνεῦμα θεωρεῑν», Κλήμ. Αλ.)
2. προσέχω
αρχ.
1. (για ηγέτη) επιθεωρώ
2. φιλοσοφώ
3. είμαι θεατής στο θέατρο ή σε αγώνες
4. φιλοσοφώ
5. είμαι θεωρός σε πανηγύρι ή σε αγώνες
6. αποστέλλω θεωρούς
7. πηγαίνω να ρωτήσω στο μαντείο
8. παθ. θεωροῦμαι, -έομαι
συγκρίνομαι, παραβάλλομαι
9. σκέπτομαι, στοχάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεωρός. Η σημασιολογική του εξέλιξη παράλλ. με την εξέλιξη της λ. θεωρία].