βαρύδικος

From LSJ
Revision as of 20:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαρύδῐκος Medium diacritics: βαρύδικος Low diacritics: βαρύδικος Capitals: ΒΑΡΥΔΙΚΟΣ
Transliteration A: barýdikos Transliteration B: barydikos Transliteration C: varydikos Beta Code: baru/dikos

English (LSJ)

ον, A taking heavy vengeance, ποινά A.Ch.936.

German (Pape)

[Seite 433] ποινά, schwere Rache übend, Aesch. Ch. 936.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύδῐκος: -ον, βαρεῖαν, μεγάλην ἐκδίκησιν λαμβάνων, Αἰσχύλ. Χο. 936.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui punit durement.
Étymologie: βαρύς, δίκη.

Spanish (DGE)

(βᾰρύδῐκος) -ον

• Prosodia: [-ῠ-]
que se toma dura venganza ποινά A.Ch.936.

Greek Monolingual

βαρύδικος, -ον (Α)
εκείνος που παίρνει βαριά, σκληρή εκδίκηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -δικος < δίκη «ποινή, τιμωρία»].

Greek Monotonic

βᾰρύδῐκος: -ον (δίκη), αυτός που λαμβάνει βαριά, σκληρή εκδίκηση, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

βαρύδῐκος: сурово мстящий (ποινά Aesch.).

Middle Liddell

δίκη
taking heavy vengeance, Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαρύδικος -ον βαρύς, δίκη zwaar straffend.