διαγλύφω
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
[ῠ], A scoop out, pf. Pass. διέγλυπται Androsth. ap. Ath.3.93b; carve, engrave, ἄγαλμα Ael.VH2.33; δακτυλίους ib.12.30:—Pass., διαγλυφέντες καὶ διατορευθέντες, metaph. of athletes, ib.14.7; ὀροφὴ φάτναις διαγεγλυμμένη D.S.1.66. 2 Medic., shape, trim, Gal.12.348, etc.
Greek (Liddell-Scott)
διαγλύφω: σκαλίζω ἐντελῶς, ἐγγλύφω, ἐγχαράττω, ἀντίθ. τῷ ἀναγλύφω, Ἀνδροσθ. παρ’ Ἀθην. 93C, Διοδ. 1. 66.
French (Bailly abrégé)
1 tailler en creux, graver, ciseler en creux;
2 en gén. ciseler, sculpter.
Étymologie: διά, γλύφω.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῠ-]
1 esculpir, grabar λίθους LXX Ex.28.11, ἄγαλμα Ael.VH 2.33, τοὺς δακτυλίους Ael.VH 12.30, τὸν ἄργυρον Thdt.M.86.661A, en v. pas. ὀροφὴ φάτναις διαγεγλυμμένη D.S.1.66, οἱ φοίνικες διαγεγλυμμένοι palmeras representadas o grabadas LXX Ez.41.20
•de ciertas conchas tener estrías οὐ διέγλυπται δὲ ἀλλὰ λεῖον τὸ ὄστρακον ἔχει καὶ δασύ Androsth.1.
2 dar forma, moldear παραπλήσιόν τι κολλυρίῳ Gal.12.348
•fig. en v. pas. διαγλυφέντες καὶ διατορευθέντες de los que están en buena forma física, Ael.VH 14.7, de las orejas διαγεγλυμμένα bien formadas Adam.2.29, Polem.Phgn.28 (p.381).
3 raspar, arañar, escarbar Ἐρινὺς ἀρχεκάκοις ὀνύχεσσι διαγλύψασα κονίην Nonn.D.44.271, cf. Hsch., δ. τοὺς ὀδόντας escarbarse, mondarse los dientes en público como signo de mala educación, Clem.Al.Paed.2.7.60.
Greek Monolingual
(Α διαγλύφω)
κοιλαίνω, λαξεύω με τη γλυφίδα κάποια στερεά ύλη
αρχ.
εγχαράσσω, σκαλίζω εντελώς, σε τρεις διαστάσεις
2. ιατρ. διευθετώ, διαπλάσσω.
Greek Monotonic
διαγλύφω: [ῠ], μέλ. -ψω, χαράζω, σκαλίζω, σε Διόδ.
Russian (Dvoretsky)
διαγλύφω: (ῠ) покрывать резьбой, (скульптурно) украшать (ὀροφὴ φάτναις τισὶ διαγεγλυμμένη Diod.).
Middle Liddell
fut. ψω
to carve in intaglio, Diod.