διαγλύφω

From LSJ
Revision as of 00:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαγλύφω Medium diacritics: διαγλύφω Low diacritics: διαγλύφω Capitals: ΔΙΑΓΛΥΦΩ
Transliteration A: diaglýphō Transliteration B: diaglyphō Transliteration C: diaglyfo Beta Code: diaglu/fw

English (LSJ)

[ῠ], A scoop out, pf. Pass. διέγλυπται Androsth. ap. Ath.3.93b; carve, engrave, ἄγαλμα Ael.VH2.33; δακτυλίους ib.12.30:—Pass., διαγλυφέντες καὶ διατορευθέντες, metaph. of athletes, ib.14.7; ὀροφὴ φάτναις διαγεγλυμμένη D.S.1.66. 2 Medic., shape, trim, Gal.12.348, etc.

Greek (Liddell-Scott)

διαγλύφω: σκαλίζω ἐντελῶς, ἐγγλύφω, ἐγχαράττω, ἀντίθ. τῷ ἀναγλύφω, Ἀνδροσθ. παρ’ Ἀθην. 93C, Διοδ. 1. 66.

French (Bailly abrégé)

1 tailler en creux, graver, ciseler en creux;
2 en gén. ciseler, sculpter.
Étymologie: διά, γλύφω.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ῠ-]
1 esculpir, grabar λίθους LXX Ex.28.11, ἄγαλμα Ael.VH 2.33, τοὺς δακτυλίους Ael.VH 12.30, τὸν ἄργυρον Thdt.M.86.661A, en v. pas. ὀροφὴ φάτναις διαγεγλυμμένη D.S.1.66, οἱ φοίνικες διαγεγλυμμένοι palmeras representadas o grabadas LXX Ez.41.20
de ciertas conchas tener estrías οὐ διέγλυπται δὲ ἀλλὰ λεῖον τὸ ὄστρακον ἔχει καὶ δασύ Androsth.1.
2 dar forma, moldear παραπλήσιόν τι κολλυρίῳ Gal.12.348
fig. en v. pas. διαγλυφέντες καὶ διατορευθέντες de los que están en buena forma física, Ael.VH 14.7, de las orejas διαγεγλυμμένα bien formadas Adam.2.29, Polem.Phgn.28 (p.381).
3 raspar, arañar, escarbar Ἐρινὺς ἀρχεκάκοις ὀνύχεσσι διαγλύψασα κονίην Nonn.D.44.271, cf. Hsch., δ. τοὺς ὀδόντας escarbarse, mondarse los dientes en público como signo de mala educación, Clem.Al.Paed.2.7.60.

Greek Monolingual

διαγλύφω)
κοιλαίνω, λαξεύω με τη γλυφίδα κάποια στερεά ύλη
αρχ.
εγχαράσσω, σκαλίζω εντελώς, σε τρεις διαστάσεις
2. ιατρ. διευθετώ, διαπλάσσω.

Greek Monotonic

διαγλύφω: [ῠ], μέλ. -ψω, χαράζω, σκαλίζω, σε Διόδ.

Russian (Dvoretsky)

διαγλύφω: (ῠ) покрывать резьбой, (скульптурно) украшать (ὀροφὴ φάτναις τισὶ διαγεγλυμμένη Diod.).

Middle Liddell

fut. ψω
to carve in intaglio, Diod.